25η Μαρτίου 1821: H αρχή μίας επανάστασης.

0

200 χρόνια από την 25η Μαρτίου 1821. Ενα ξεχωριστό αφιέρωμα ξετυλίγει το κουβάρι της Επανάστασης κι αναζητά την ιστορία πίσω από τον μύθο, σε μία περίοδο που οι Ελληνες ξεκίνησαν ενωμένοι αλλά οι εμφύλιες διαμάχες παραλίγο να οδηγήσουν στον αφανισμό.

Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος παραμερίζει τη λογική και  λειτουργεί παρορμητικά, με γνώμονα το συναίσθημα που τον προτρέπει να διεκδικήσει το αναφαίρετο δικαίωμά του να ζήσει αξιοπρεπώς. 

Ξημέρωσε λοιπόν 25η Μαρτίου και τυπικά συμπληρώνονται σήμερα 200 χρόνια από τη στιγμή που οι Ελληνες αποφάσισαν να εξαλείψουν 400 χρόνια σκλαβιάς και να διατρανώσουν στα πέρατα της γης πως ή θα απολαύσουν και εκείνοι το αγαθό της ελευθερίας ή θα χαθούν στα βάθη και τη λήθη της ιστορίας και θα αποτελέσουν ακόμη ένα έθνος που υπήρξε, μεγαλούργησε όμως δεν κατάφερε να συνεχίσει την πορεία του στο πέρασμα των αιώνων. Οπως άλλωστε έλεγαν τότε, συγκεντρώθηκαν κάποιοι λίγοι ώστε να παρασύρουν τους πολλούς σε μία «αποκοτιά». Τους περίμενε πόνος, δάκρυα, θάνατος αλλά ως έπαθλο έρχονταν μπροστά τους, σαν άλλο τρόπαιο, το γλυκό πιοτό της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού. 

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην ιστορική πλέον ομιλία του στην Πνύκα, δεκαετίες μετά και απευθυνόμενος στη νεολαία της εποχής, πως αν εκείνα τα χρόνια βάδιζαν με τα «πρέπει» και τα «μη», τίποτα δεν θα είχαν πετύχει. «Οταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα’, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση», ανέφερε εκείνο το πρωινό της 8ης Οκτωβρίου του 1838 με φόντο τον βράχο της Ακρόπολης. 

Η ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα αντικατοπτρίζει το πώς σκέφτονταν οι Ελληνες όταν πήραν την απόφαση να πάρουν τα όπλα ενάντια στους Οθωμανούς

Και πόσο αλήθεια ήταν. Ομως ο Αρχιστράτηγος, εκείνος που με τους «πύρινους λόγους» του και τη στρατιωτική του οξυδέρκεια οδήγησε τους ραγιάδες στην ελευθερία τους είπε και άλλα. Από το στόμα του βγήκαν λέξεις όπως η «διχόνοια», που παραλίγο να μετατρέψει το όνειρο σε εφιάλτη και να αλλάξει το ρου της ιστορίας. Τη σύμπνοια των πρώτων ετών ακολούθησαν έριδες, εμφύλιοι πόλεμοι και προδοσίες, που οδήγησαν τον αγώνα προ των πυλών της εξαφάνισης. 

Ομως το αίμα των ηρώων, που ήταν χιλιάδες, πότισε το δένδρο της λευτεριάς, που μεγάλωνε καθημερινά. Στα Δερβενάκια και στο Βαλτέτσι ακόμη ηχούν οι τουφεκιές, στη Χίο, στα Ψαρά και στην Κάσο οι ορυμαγδοί και τα μοιρολόγια από τις ανελέητες σφαγές των αμάχων, στην Αλαμάνα ο Αθανάσιος Διάκος σα σύγχρονος Λεωνίδας ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στο θάνατο, στη Μάνη άνδρες και γυναίκες ανάγκασαν τις αιγυπτιακές ορδές σε ταπείνωση, στο Μεσολόγγι οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» δεν λύγισαν ποτέ, στα σκλαβοπάζαρα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης χιλιάδες ελληνόπουλα πουλήθηκαν ως άλλα σκεύη ηδονής στα πολυτελή χαρέμια της Ανατολής, ενώ στο Αιγαίο τα σκάφη και τα πυρπολικά του Ανδρέα Μιαούλη, του Κωνσταντίνου Κανάρη, της Μπουμπουλίνας και των άλλων ναυτικών μας σκορπούσαν τον τρόμο στα Οθωμανικά πληρώματα.

Αλλά αυτή η διχόνοια. Πόσο μπολιασμένη είναι στο αίμα μας, που παραλίγο να μας οδηγήσει στον αφανισμό. Ας θυμηθούμε λοιπόν τι συνέβη εκείνα τα χρόνια και ας στρέψουμε νοερά το βλέμμα προς κάθε βουνό ή όρμο που υπάρχει κοντά μας. Τα βράχια του, οι σπηλιές του, η άμμος και τα βότσαλα που υποδέχονται το κύμα, έχουν πολλά να… θυμηθούν από τότε που οι λίγοι στάθηκαν απέναντι στους πολλούς, που η θέληση για αποκοπή των δεσμών της δουλείας υπερκέρασε εκείνης για ζωή και με μία φωνή οι Ελληνες βροντοφώναξαν «Ελευθερία ή Θάνατος».  

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΩΝ, ΕΝΩ Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΕΝΑΖΕ ΥΠΟ ΤΟΝ ΚΛΟΙΟ ΤΗΣ «ΙΕΡΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ»

Η Επανάσταση, ως ιδέα και υλοποίηση, ήταν ίσως ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα της ανθρωπότητας. Πρέπει να έχουμε κατά νου τα δεδομένα της εποχής, ώστε να αντιληφθούμε τι ήθελαν να πετύχουν οι πρωταγωνιστές της. Απέναντί τους βρίσκονταν μία υπερδύναμη, με αστείρευτα έμψυχα και υλικά αποθέματα. Στον αντίποδα οι Ελληνες δεν είχαν να αντιτάξουν οργανωμένη κεντρική στρατιωτική διοίκηση, αλλά ένοπλα σώματα που υπάγονταν σε οπλαρχηγούς, οι οποίοι είχαν κερδίσει τον σεβασμό όλων με τη δράση τους ως κλέφτες ή αρματολοί και ως επί το πλείστων κινούνταν σε στενά γεωγραφικά όρια. 

Παράλληλα υπήρχαν ξεχωριστές ναυτικές δυνάμεις στα ισχυρά νησιά (Υδρα, Σπέτσες, Ψαρά) χωρίς όμως να διαθέτουν πλοία γραμμής, έτσι λέγονταν τα μεγάλα πολεμικά της εποχής, και λίγα ένοπλα τμήματα που θύμιζαν τακτικό στρατό και πιο συγκεκριμένα οι Μανιάτες αλλά και όσοι είχαν καταφύγει στα Επτάνησα. 

Ο Κλέμενς φον Μέτερνιχ ήταν ο «εμπνευστής» της «Ιερής Συμμαχίας» που επιθυμούσε τη διατήρηση του  υπάρχοντος status quo στην Ευρώπη

Εκτός των άλλων δεν προέκυπτε από πουθενά πως κάποια ξένη δύναμη θα προστρέξει για βοήθεια κυρίως η Ρωσία, αφού η Ευρώπη «στέναζε» κάτω από την επιρροή του Κλέμενς φον Μέτερνιχ. Ο Αυστριακός καγκελάριος ήταν ο εμπνευστής της «Ιερής Συμμαχίας», που στόχευε στη διατήρηση του υπάρχοντος status quo και όταν το 1818 προσχώρησε σε αυτή και η Αγγλία, περιλάμβανε ουσιαστικά όλο το  Δυτικό Κόσμο.

Παρότι μεταξύ των  Μεγάλων Δυνάμεων επικρατούσαν αντικρουόμενα συμφέροντα, καμία δεν επιθυμούσε να έρθει σε ανοικτή ρήξη με τους Οθωμανούς, ούτε καν η Ρωσία που συχνά-πυκνά συγκρούονταν ένοπλα μαζί τους και υποδαύλιζε επαναστάσεις στη χώρα μας με σκοπό να δημιουργεί αντιπερισπασμούς (πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Ορλωφικά). Ωστόσο από τα 1812 βρίσκονταν σε καθεστώς ειρήνης μαζί τους και η Αγία Πετρούπολη άλλαξε πολιτική μόνο μετά το θάνατο του Τσάρου Αλέξανδρου Α’, αφού ο Νικόλας Α’ που τον διαδέχθηκε θεωρούσε τον εαυτό του ως αυτόκλητο προστάτη των Χριστιανικών πληθυσμών και παράλληλα επιθυμούσε και να μετριάσει την επιρροή των Βρετανών στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ ΕΠΙ ΟΘΩΝΑ

Υπό αυτές τις συνθήκες κάθε επαναστατική κίνηση έμοιαζε καταδικασμένη να αποτύχει, αλλά η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς. Αρχικά πρέπει να έχουμε κατά νου πως οι ιστορίες που μάθαμε στο σχολείο για την Αγία Λαύρα και όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες δεν επιβεβαιώνονται από κανέναν ιστορικό. Η 25η Μαρτίου ως ημέρα τιμής της έναρξης του αγώνα καθιερώθηκε το 1838 επί Βασιλείας του Οθωνα, με γνώμονα την  πρόθεση των αγωνιστών  να συμπέσει ο ξεσηκωμός με τη μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού. Για αυτό και ο νεαρός μονάρχης αποφάσισε ο Μητροπολιτικός Ναός Αθηνών να αφιερωθεί στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. 

Ωστόσο εκείνη την εποχή ήταν αδύνατον να οργανωθεί και να τηρηθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κινήθηκε ένοπλα τον Φλεβάρη στη Μολδοβλαχία, ενώ στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες, σαν ένας χείμαρρος που παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του. 

Προϊόν «μυθοπλασίας» είναι και ο θρύλος της Αγίας Λαύρας και το ότι εκείνη την ημέρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στη μονή το λάβαρο της Επανάστασης και ευλόγησε τους οπλαρχηγούς και πλήθος ανδρών. Η πεποίθηση πως συνέβη πραγματικά το παραπάνω περιστατικό απορρέει από το αριστούργημα του ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη, ο οποίος φιλοτέχνησε τον περίφημο πίνακα περίπου 40 χρόνια μετά. 

Ο «θρύλος» της Αγίας Λαύρας ενισχύθηκε από τον πασίγνωστο πίνακα του  Θεόδωρου Βρυζάκη

Ο άνθρωπος που φαίνεται πως συνέβαλε στη διάδοση του σχετικού «θρύλου»  ήταν ο Φρανσουά Πουκεβίλ, γνωστός Γάλλος συγγραφέας και όχι μόνο, που έμεινε στην ιστορία για τη μεγάλη αγάπη και τον θαυμασμό που έτρεφε για την Ελλάδα και για τη πολύτιμη βοήθεια που προσέφερε σε εκατοντάδες αγωνιστές το διάστημα που διατέλεσε πρόξενος στην Πάτρα, όπου και τους φυγάδευε στα Επτάνησα. Μάλιστα στον τάφο του που βρίσκεται στο Παρίσι, απεβίωσε το 1838, υπάρχει χαραγμένη η φράση «Με τα γραπτά του συνέβαλε δυναμικά στην επιστροφή της αρχαίας τους ιθαγένειας, στους καταπιεσμένους Ελληνες».

Πολλοί συγκλίνουν πως η πιο σωστή ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης στη Νότια Ελλάδα μπορεί να θεωρείται η 17η Μαρτίου, αφού τότε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός φέρεται να βρέθηκε όντως στην Αγία Λαύρα για τη δοξολογία επ’ ευκαιρία της εορτής του Αγίου Αλεξίου που είναι πολιούχος των Καλαβρύτων (στις 25 του μηνός βρίσκονταν στην Πάτρα). Μαζί του ήταν και αρκετοί οπλαρχηγοί και τότε υποστηρίζεται από πολλούς πως κάμφθηκαν και οι έσχατες ενστάσεις για τον ξεσηκωμό. Αλλωστε η συγκεκριμένη περιοχή ήταν από τα αρχικά θέρετρα των επιχειρήσεων. 

Οι πρώτοι που κινήθηκαν συντεταγμένα και οργανωμένα ήταν οι Μανιάτες, οι οποίοι τις προηγούμενες εβδομάδες έλαβαν  πολεμοφόδια από τη Σμύρνη και τη Κωνσταντινούπολη και θεωρούνταν, σωστά, ως ένα επίλεκτο σώμα. Και εδώ όμως ο θρύλος αναζητά την αλήθεια. Η εκδοχή που συντηρείται ακόμη και στις μέρες μας αναφέρει πως στις 17 του μηνός συγκεντρώθηκαν οι πρόκριτοι της περιοχής στη σημερινή Αερόπολη (τότε λέγονταν Τσίμοβα) και παρουσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη συμφώνησαν να ξεσηκωθούν. Ομως καμία επίσημη αναφορά δεν έχει διασωθεί για τα παραπάνω, ενώ ο «Γέρος του Μοριά» φαίνεται πως εκείνες τις ημέρες βρίσκονταν στην Καρδαμύλη. Πάντως οι Μανιάτες, όπως και να συνέβησαν τα γεγονότα, πήραν αμέσως τα όπλα. 

ΟΙ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΕΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ

Ας μην ξεχνάμε πως οι Τούρκοι είχαν από καιρό υποπτευθεί τις κινήσεις των Ελλήνων, κυρίως μετά την σύναξη της Βοστίτσας στα τέλη Ιανουαρίου, όπου ουσιαστικά οριστικοποιήθηκε πως τον Μάρτιο θα ξεκινήσει ο αγώνας. Μάλιστα στις αρχές του μήνα προσκάλεσαν τους προεστούς της περιφέρειας στην Τριπολιτσά, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα ως δικαιολογίες, αλλά επί του πρακτέου επιθυμούσαν να τους κρατήσουν ομήρους. Πολλοί πήγαν, αλλά μετά από σύσκεψη των Ανδρέα Ζαϊμι, Ανδρέα Λόντου και άλλων, αποφασίστηκε να επισπευστούν όλες οι  κινήσεις αφού δεν υπήρχαν περαιτέρω χρονικά περιθώρια. 

Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις 18 ή 19 Μαρτίου, όταν οι Πετμεζάιοι επιτέθηκαν σε άνδρες του Ιμπραήμ Αρναούτογλου, βοεβόδα των Καλαβρύτων και ανάγκασαν τους εκεί Τούρκους να κλειστούν στους τρεις πύργους της πόλης, οι οποίοι και παραδοθούν ύστερα από πολιορκία λίγων ημερών.  

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η μάχη των Καλαβρύτων θεωρείται η πρώτη πολεμική επιχείρηση της Επανάστασης, ενώ τις επόμενες ημέρες ξεσηκώθηκαν το Αίγιο, η Πάτρα και η Αμφισσα. Στις 23 απελευθερώθηκε και η Καλαμάτα χωρίς να υπάρξει έστω ένας πυροβολισμός χάρις σε σχέδιο του Κολοκοτρώνη και την ίδια ημέρα ή την επομένη ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, με την ιδιότητα του αρχιστράτηγου του σπαρτιατικού και μεσσηνιακού στρατού και εκ μέρους της νεοσύστατης μεσσηνιακής γερουσίας, συνέταξε επιστολή με αποδέκτες όλες τις αυλές της Ευρώπης.

«Εις τοιαύτην όντες κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας απερρίθφησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας», έγραψε μεταξύ άλλων. Αρκετοί πάντως θεωρούν πως πραγματικός συντάκτης της ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και την είχε αποστείλει στους φιλικούς της Πελοποννήσου. 

Ακόμη και σήμερα ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν ως τον άνθρωπο που θυσιάστηκε εν γνώση του στη Μολδοβλαχία, σε μία κίνηση αντιπερισπασμού που έδωσε την ευκαιρία στην  Επανάσταση να εδραιωθεί στη Νότια και νησιωτική Ελλάδα. 

Ο Πετρόμπης Μαυρομιχάλης έστειλε, μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, επιστολή σε όλες τις ευρωπαϊκές αυλές

Ετσι είχε επιγραμματικά η κατάσταση, όταν τον Μάρτιο του 1821 οι ραγιάδες, όπως μας χαρακτήριζαν ως έθνος, αποφάσισαν να αποτινάξουν τα δεσμά της δουλείας. Οι «καρποί» των προσπαθειών της Φιλικής Εταιρείας που από το 1813 άρχισε να ενώνει τους υπόδουλους Ελληνες κάτω από την σκέπη μίας αόρατης αλλά και ανύπαρκτης αρχής και τα αποτελέσματα της συνάντησης του Ισμαήλι όπου τον Οκτώβριο του 1820 καταστρώθηκε το γενικότερο πλάνο της εξέγερσης, γίνονταν πλέον ορατά. 

Στο πλαίσιο της υπέρμετρης αισιοδοξίας ο επαναστατικός «πυρήνας» είχε υπολογίσει πως θα υπήρχε αναβρασμός σε πολλά σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ άλλων και στην Κωνσταντινούπολη, όμως άμεσα οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. 

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΣΙΤ ΠΑΣΑ

Ο λόγος που ο αγώνας εδραιώθηκε κυρίως στη Νότια Ελλάδα, ξέχωρα από τη γεωλογία του εδάφους που προσφέρονταν για ανταρτοπόλεμο και την ύπαρξη χιλιάδων ενόπλων (αρματολοί και κλέφτες), ήταν και η διαμάχη του Αλή Πασά με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Ο ηγεμόνας της Ηπείρου που είχε αποκτήσει τεράστια δύναμη θέλησε να αποσχιστεί από την κυριαρχία του Σουλτάνου και η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης συνέπεσε με την απουσία του Χουρσίτ Πασά στα Γιάννινα. Ο τότε διοικητής της Πελοποννήσου θεωρούνταν ικανότατος στρατιωτικός και για αυτό διατάχθηκε από τον Σουλτάνο να καταστείλει τη στάση του Τεπελενλή, έχοντας μαζί του και αρκετά στρατεύματα που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον των Ελλήνων, τους πρώτους κρίσιμους μήνες της Επανάστασης. 

Η απουσία του Χουρσίτ Πασά στην Ηπειρο, βοήθησε την Επανάσταση να εδραιωθεί στη Νότιο Ελλάδα

Την ίδια στιγμή η παρουσία του Κολοκοτρώνη στην περιοχή κατάφερε να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της ελευθερίας, τόσο με τη στρατιωτική του ευφυΐα όσο την εν γένει επίδραση που ασκούσε στις μάζες. Οι περισσότεροι ένοπλοι ήταν αγρότες, χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία στο πεδίο των μαχών και εύλογα το ηθικό τους μπορούσε ανά πάσα στιγμή να καταρρακωθεί, όμως ο μεγάλος στρατηγός τους οδήγησε σε νίκες που μέχρι πρότινος φάνταζαν ουτοπικές και ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή τους.     

ΤΟ «ΣΠΕΤΣΙΩΤΙΚΟ ΡΕΣΑΛΤΟ» ΠΟΥ ΚΑΤΕΔΕΙΞΕ ΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Η επαναστατική σημαία υψώνονταν σταδιακά σε όλο και περισσότερες περιοχές, όπως και σε δεκάδες νησιά. Μάλιστα στις 11 Απριλίου σημειώθηκε η πρώτη ναυτική επιτυχία των Ελλήνων, με το θρυλικό «Σπετσιώτικο Ρεσάλτο». Στις 3 του μηνός το νησί πήρε τα όπλα, ένα μέρος του στόλου του υπό την ηγεσία της Μπουμπουλίνας κινήθηκε για το Ναύπλιο και το άλλο έπλευσε στη Μονεμβασιά. 

Τη συγκεκριμένη ημερομηνία (11/4) οκτώ σκάφη κινήθηκαν προς το Μήλο γιατί υπήρχε η πληροφορία πως ναυλοχούσε εκεί μία οθωμανική μοίρα και εντόπισαν να ελλιμενίζονται μία κορβέτα, ένα μπρίκι και ένα μεταγωγικό, φορτωμένο με πλούσιο πολεμικό υλικό. Τα δύο τελευταία παραδόθηκαν αμέσως, το πρώτο όμως θέλησε να βγει στα ανοικτά, αλλά εκμεταλλευόμενοι τον άνεμο συνολικά 26 Ελληνες βρέθηκαν με ένα ρεσάλτο στο κατάστρωμά του και ύστερα από μικρής έκτασης μάχη, ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδοθούν. Οι Επαναστάτες πήραν από τα τρία πλοία ότι ήταν δυνατό να μεταφέρουν (πυροβόλα, λάφυρα κτλ) και εκτέλεσαν όλους τους αιχμαλώτους. 

Μέχρι το Μάιο απελευθερώθηκαν πόλεις όπως η  Θήβα και η Λαμία, ενώ ναυτική δύναμη από τα Ψαρά εμπόδισε τη μεταφορά Τούρκων στρατιωτών από τη Σμύρνη και σταδιακά η Επανάσταση εδραιώνονταν. Ομως από την πρώτη στιγμή έγινε σαφές πως η εκδικητική μανία των Οθωμανών θα τους καθιστούσε ικανούς για κάθε έγκλημα. Οι κατακτητές άρχισαν να ξεσπούν το μένος τους κατά των Χριστιανών που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, όπου οι βαρβαρότητες επί του άμαχου πληθυσμού και τα όσα ανέφεραν στη Δύση οι ξένοι διπλωμάτες και έμποροι που έμεναν ή επισκέπτονταν τις συγκεκριμένες περιοχές, «φούντωσαν» το κίνημα του φιλελληνισμού σε όλη την ελεύθερη Ευρώπη. 

Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης οι Οθωμανοί προχώρησαν σε σφαγές επί του άμαχου πλυθησμού της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και άλλων πόλεων, ενώ απαγχόνισαν και τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ 

Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στις 10 Απριλίου και η σύληση του πτώματός του θα συγκλονίσουν τον κόσμο και θα ενισχύσουν τα όσα ήθελαν να καταδείξουν οι Ελληνες στις Αυλές του εξωτερικού. Οτι δηλαδή ο αγώνας τους ήταν απελευθερωτικός και επιβίωσης και όχι μία κοινωνική/αστική εξέγερση που αφορούσε τα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το άψυχο σώμα του Πατριάρχη πρώτα κατακρεουργήθηκε και ύστερα πετάχθηκε στη θάλασσα, όμως το περισυνέλεξε ένας καπετάνιος από την Κεφαλλονιά και το μετέφερε στην Οδησσό. Πριν εκτελεστεί με αυτόν τον φρικτό τρόπο, παρέμεινε για 3 ημέρες στην αγχόνη και μετά ρίχθηκε στα νερά του Βόσπορου, αφόρισε τους Φιλικούς, τον Υψηλάντη και όσους εμπλέκονταν στην Επανάσταση.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά, δύναται να ειπωθεί πως η παραπάνω κίνηση ήταν απόρροια των πιέσεων που δέχθηκε από την Υψηλή Πύλη και αποσκοπούσε ώστε να προστατέψει τον άμαχο πληθυσμό της Πόλης και των άλλων αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε’ βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον  Χατζή Χαλίλ που εκείνη την περίοδο ήταν Σεϊχουλισλάμης και ο Μαχμούτ ο Β’ απαιτούσε επιτακτικά από εκείνον να εκδώσει φιρμάνι για τη θανάτωση όλων των Χριστιανών. 

Ο θρησκευτικός ηγέτης των Οθωμανών αρνούνταν να το πράξει επικαλούμενος το Κοράνι και ζητούσε από τον Σουλτάνο να υπάρξει διαχωρισμός ενόχων και αθώων, κάτι που πλήρωσε με τη ζωή του αφού συνελήφθη, καθαιρέθηκε και αποφασίστηκε να εξοριστεί στη Λήμνο. Ωστόσο δεν έφτασε ποτέ στο νησί καθώς υπέκυψε στα τραύματά του από τα βασανιστήρια που υπέστη, ενώ θανατώθηκε και η σύζυγός του που κατηγορήθηκε ως μάγισσα.  

Ο ίδιος ο Υψηλάντης σε γράμμα του προς τον Κολοκοτρώνη  του τόνιζε πως «ο Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου», ενώ από την εκδικητική μανία των Οθωμανών δεν γλίτωσαν πολλοί ιεράρχες, εκτός του Πατριάρχη, οι οποίοι εκτελέστηκαν με φρικτό τρόπο.

Σε άλλες περιπτώσεις η εκκλησία ως θεσμός – κυρίως λίγο πριν την Επανάσταση, αλλά και μετά την άφιξη του Ιμπραήμ – δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων,όμως στην προκειμένη οι περισσότεροι πλέον ιστορικοί συγκλίνουν πως ο Γρηγόριος Ε’ θυσιάστηκε για το ποίμνιό του, αφού θα μπορούσε να εγκαταλείψει την Πόλη όπως τον παρότρυναν να πράξει και αρκετοί ξένοι διπλωμάτες.  

Ο ΦΡΙΚΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

Στα τέλη Απριλίου η Επανάσταση υπέστη την πρώτη της οδυνηρή ήττα στα πεδία των μαχών, καθώς ο Αθανάσιος Διάκος λύγισε από υπέρτερες δυνάμεις στην Αλαμάνα και έφυγε μαρτυρικά από τη ζωή, όταν εκτελέστηκε με το φρικτό βασανιστήριο του ανασκολοπισμού. Ο ηρωικός οπλαρχηγός μαζί με 450 άνδρες υπερασπίστηκε τη γέφυρα απέναντι στους χιλιάδες Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη (οι ελληνικές δυνάμεις της περιοχής είχαν διασπαστεί στην Αλαμάνα, τη γέφυρα του Γοργοπόταμου και τη Χαλκωμάτα με σκοπό να ανακόψουν την πορεία των Οθωμανών), όμως σύντομα η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των κατακτητών και παρά τις προτάσεις των συναγωνιστών του να υποχωρήσει, πολέμησε μέχρι τέλους, πιάστηκε αιχμάλωτος και τον μετέφεραν τραυματία στη Λαμία. 

Ο Ομέρ Βρυώνης του πρότεινε να αλλαξοπιστήσει και να γίνει αξιωματικός του στρατού του, αλλά η απάντηση που έδωσε δεν άφησε περιθώρια για παρερμηνείες. «Πάτε κι εσείς στην πίστη σας μουρτάτες, να χαθείτε. Εγώ γραικός εγεννήθηκα, γραικός θελ’ να αποθάνω!». 

Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου κατέδειξε την ανδρεία και το πάθος για ελευθερία που θα διακατείχε χιλιάδες αγωνιστές σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης

Ο Πασάς φέρεται να μην επιθυμούσε την εκτέλεσή του καθώς γνώριζε τον Διάκο από την αυλή του Αλή, όμως ο Χαλήλ μπέης  πίεζε για την παραδειγματική του τιμωρία επειδή για χρόνια παρενοχλούσε εκείνον και τους Τούρκους της περιοχής και αρκετοί είχαν σκοτωθεί από εκείνον ή τους άνδρες του. Ετσι έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασά που ήταν ιεραρχικά ανώτερος όλων να τον θανατώσει. Ο Διάκος πέρασε μία νύχτα σε αρχοντικό της πόλης και την επομένη οδηγήθηκε στον τόπο της μαρτυρίας του. Οταν μάλιστα αντιλήφθηκε τι τον περιμένει καθώς του έδωσαν να κουβαλά τον πάσσαλο που προορίζονταν για εκείνον, τον πέταξε και φώναξε. «Δεν βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με πιστόλι να με γλιτώσει από τους χαλντούπηδες;». 

Στο Διάκο μάλιστα έχει αποδοθεί και το δίστιχο  «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ’ η γη χορτάρι», που φέρεται να είπε στην κορύφωση του μαρτυρίου του. 

Για τις τελευταίες του στιγμές υπάρχουν 2 εκδοχές. Οι Τούρκοι μετά από ώρες τον πέταξαν σε ένα χαντάκι ζωντανό , όπου ορισμένες μαρτυρίες αναφέρουν πως ξεψύχησε από την αιμορραγία και άλλες ότι ένας Αλβανός τον λυπήθηκε και του έδωσε τη χαριστική βολή ώστε να λυτρωθεί.  

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος λίγες ημέρες μετά εκδικήθηκε την απώλειά του στο Χάνι της Γραβιάς, ενώ εκείνες τις εβδομάδες είχαμε και την πρώτη κοινή ναυτική επιχείρηση Ψαριανών και Υδραίων καπεταναίων στα ανοικτά της Χίου η οποία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία (μεταξύ άλλων αιχμαλώτισαν ένα καράβι), κάτι που εκτόξευσε το ηθικό όλων των πληρωμάτων. 

Στη θάλασσα θα υπερτερούσε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα η εμπειρία των Ελλήνων, έναντι στην υλική και ποσοτική υπεροχή των Οθωμανών. 

ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ ΕΔΡΑΙΩΘΗΚΕ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 

Μέχρι που φτάσαμε στις 12 Μαΐου, όπου ο Κολοκοτρώνης ξεδίπλωσε για πρώτη φορά, σε εκτεταμένο επίπεδο, τις στρατιωτικές του αρετές. Τότε και την επομένη διεξήχθη στο Βαλτέτσι η πρώτη μεγάλης έκτασης πολεμική επιχείρηση της Επανάστασης και οι Ελληνες, υπό την ηγεσία του, κατατρόπωσαν τους Τούρκους, οι οποίοι εκτός από πλήθος πολεμοφοδίων που άφησαν κατά την υποχώρησή τους (οι αναφορές έκαναν λόγο για υλικό που μπορούσε να εξοπλίσει 3.000 ενόπλους), υπολογίζεται πως έχασαν περισσότερους από 500 άνδρες. 

Η σύρραξη έφερε την υπογραφή του και άνοιξε τον δρόμο για τη μετέπειτα άλωση της Τριπολιτσάς, ενώ χαρακτηριστικά ήταν τα γραφόμενα του Κανέλλου Δεληγιάνη για τα όσα συνέβησαν τότε στα βουνά της Αρκαδίας. «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Ελληνας». 

Στο Βαλτέτσι ο Κολοκοτρώνης οδήγησε τους Ελληνες στην πρώτη μεγάλη στρατιωτική νίκη τους στην Επανάσταση

Η δύναμη που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Ελληνες προέρχονταν από ενισχύσεις του Χουρσίτ Πασά που βρίσκονταν στην Ηπειρο και είχαν διασπαστεί στα δύο. Το πρώτο και μεγαλύτερο τμήμα της υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη κινήθηκε στην περιοχή της Λαμίας και της Βοιωτίας, ενώ το δεύτερο με διοικητή τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά πέρασε στην Πελοπόννησο και αφού πυρπόλησε τη Βοστίτσα, μπήκε στην Τριπολιτσά. Μάλιστα με την παρουσία της αναπτέρωσε το ηθικό των Τούρκων που είχαν ήδη εισρεύσει εκεί για ασφάλεια. 

Οταν ο Κεχαγιάμπεης  έμαθε πως οι  αγωνιστές ανασυγκροτούνταν στο Βαλτέτσι θεώρησε πως ήταν η ευκαιρία του να διαλύσει το στρατόπεδό τους, όμως δεν υπολόγισε στον «Γέρο». Υπό την καθοδήγησή του περίπου 2.500 αγωνιστές όχι μόνο απέκρουσαν με επιτυχία κάθε έφοδο του οθωμανικού σώματος που υπολογίζονταν σε 12.000 μάχιμους αλλά και τους έτρεψαν σε φυγή, κάτι που επηρέασε το ηθικό τους και δημιούργησε κλίμα ηττοπάθειας στους έγκλειστους της Τριπολιτσάς.     

Μάλιστα η παραπάνω εξέλιξη προκάλεσε μεγάλο πανικό στους Οθωμανούς, που σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπουν την ύπαιθρο της Πελοποννήσου και ή πήγαιναν βορειότερα ή έβρισκαν καταφύγιο στα λίγα κάστρα που απέμεναν ακόμη υπό τον έλεγχό τους. Αυτό προκάλεσε πρόβλημα επισιτισμού όπου συσσωρεύονταν, αλλά και προσέφερε ελευθερία κινήσεων στους επαναστατημένους. 

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ

Οσο θετικά όμως ξετυλίγονταν το κουβάρι της ιστορίας στη Νότια Ελλάδα, αντιστρόφως ανάλογη ήταν η κατάσταση στις Παραδουνάβιες περιοχές, όπου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης άρχισε να βρίσκεται σε δυσχερή θέση. 

Η απόφαση της Ρωσίας να επιτρέψει τη διέλευση στον Οθωμανικό στρατό ώστε να καταστείλει τη δράση του, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο εκεί πληθυσμός δεν τον ακολούθησε σε μαζικό επίπεδο και την αποχώρηση από τις δυνάμεις του αρκετών τοπικών οπλαρχηγών, τον έφεραν προ των πυλών της εξόντωσης. Σταδιακά άρχισε να μένει μόνος του και ο Ιερός Λόχος γνώρισε, στις 7 Ιουνίου, την ήττα στη μάχη του Δραγανατσίου. Μετά κόπων και βασάνων πέρασε στην Αυστρία και για περίπου 6 χρόνια κρατήθηκε έγκλειστος σε άθλιες συνθήκες. Αποφυλακίστηκε μόνο όταν η υγεία του επιδεινώθηκε αισθητά και τον Ιανουάριο του 1828 έφυγε από τη ζωή.  

Ετσι έληξε άδοξα η δράση του, ενώ η Επανάσταση στην ευρύτερη περιοχή έσβησε οριστικά περίπου τρεις μήνες από όταν παραδόθηκε στους Αυστριακούς. Τον Ιούνιο του 1821 έπεσε μαχόμενος στη Μολδαβία ο ηρωικός Αθανάσιος Καρπενησιώτης, καθώς εκείνος και οι άνδρες τους κυνηγήθηκαν από τους Τούρκους. 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης παραδόθηκε το καλοκαίρι του 1821 στους Αυστριακούς και έμεινε στη φυλακή μέχρι και λίγο πριν τον θάνατό του   

Τον Σεπτεμβρίου ήταν η σειρά του Γεωργάκη Ολύμπιου και των συντρόφων του να περάσουν στην αθανασία. Στη μονή Σέκκου, επίσης στη Μολδαβία, περίπου 400 αγωνιστές αντιμετώπισαν για αρκετές  ημέρες περισσότερους από 2.500 Οθωμανούς, αλλά λόγω της πίεσης που τους ασκήθηκε αναγκάστηκαν να χωριστούν στα δύο. Οταν ο Ολύμπιος απέμεινε με μονοψήφιο αριθμό ανδρών και ενώ όλοι τους αρνούνταν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ανατίναξε το κωδωνοστάσιο της μονής που είχαν καταφύγει και παρέσυρε στο θάνατο πάρα πολλούς αντιπάλους του. 

Το τμήμα του Ιωάννη Φαρμάκη άντεξε μερικές ημέρες ακόμη, αντιστάθηκε λυσσαλέα και οι εναπομείναντες 35 με 40 πολεμιστές παραδόθηκαν μόνο όταν πήραν διαβεβαιώσεις πως θα αφεθούν ελεύθεροι. Οι Τούρκοι όμως τις αθέτησαν, εκτέλεσαν επιτόπου τους περισσότερους, ενώ ο Φαρμάκης μαζί με ορισμένους συντρόφους του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και θανατώθηκε ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. 
   
Αντίθετα τον Μάιο στο Αιγαίο Πέλαγος ο Δημήτρης Παπανικολής πυρπόλησε στη Λέσβο ένα τουρκικό δίκροτο στέλνοντας ακόμη ένα  «μήνυμα» πως η ναυτοσύνη και το θάρρος των Ελλήνων στη θάλασσα θα ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο  για τους υπέρτερους αριθμητικά και τεχνολογικά ανώτερους Τούρκους.

Διαβάστε ακόμα
Επανάσταση στη Μολδοβλαχία: Αντιπερισπασμός αυτοκτονίας. 

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΣΦΑΓΗ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ

Την ίδια στιγμή η οξυδέρκεια του Κολοκοτρώνη ήταν εκείνη που έθεσε για τους Ελληνες την άλωση της Τριπολιτσάς ως άμεση προτεραιότητά τους. Ο «Γέρος» επικεντρώθηκε μόνο στο συγκεκριμένο εγχείρημα και μαεστρικά οδήγησε στην πτώση της. Εσφιξε τον κλοιό γύρω της, ήρθε σε συμφωνία με το σώμα των Αλβανών που αποτελούσαν μεγάλο μέρος της φρουράς της και από τα μέσα Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ζητούσαν ανακωχή. Ομως ήταν ανένδοτος και δεν συζητούσε οτιδήποτε εκτός από την άνευ όρων παράδοσή τους, πίεζε προς αυτή τη κατεύθυνση και στις 23 Σεπτεμβρίου η πόλη έπεσε. 

Ακολούθησε η σφαγή όλων των μη Χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούσαν εντός των τειχών της (ο Γέρος έκανε λόγο για 30.000 θύματα, πλέον όμως υπολογίζονται σε περίπου 13.000) και τότε κατέστη σαφές από τους Ελληνες πως ή θα ελευθερωθούν ή θα αφανιστούν. Πολλά έχουν ειπωθεί για το ότι ο Κολοκοτρώνης δεν απέτρεψε τις εκτελέσεις παρότι διέθετε τη δύναμη να το πράξει, κάτι που αποτυπώθηκε στο ότι τήρησε στο ακέραιο τα όσα υποσχέθηκε στους Αλβανούς που δεν αντιστάθηκαν και τους οδήγησε, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες εισηγήσεις που του έγιναν, με ασφάλεια προς την Ηπειρο. 


Η άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε προσωπική επιτυχία του «Γέρου», ο οποίος καθοδήγησε μαεστρικά τις ελληνικές δυνάμεις

Εκείνος για χρόνια απέφευγε να μιλήσει για ότι είχε συμβεί, όμως στα απομνημονεύματά του ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως «το ασκέρι όπου ήταν μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριανταδύο χιλιάδες. Έλληνες σκοτώθηκαν εκατό.  Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Πατούσε απάνω σε παράξενο, αλλόκοτο χαλί από πτώματα. Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα». 

Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν πως δεν οργάνωσε τη σφαγή ούτε έδωσε κάποια σχετική διαταγή, αλλά εκτός του ότι απέφυγε να επέμβει για να τη σταματήσει, τα όσα συνέβησαν προκάλεσαν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ένα είδος «βεντέτας» την οποία και ο ίδιος επιζητούσε να υπάρξει. Αυτόματα έγινε αντιληπτό και στον τελευταίο αγωνιστή πως οι Οθωμανοί θα επιδιώξουν να πάρουν εκδίκηση και όλοι έπρεπε πια να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων για να αποφύγουν τα αντίποινα των κατακτητών. 

Στην ιστορία έμεινε, εκτός των άλλων, και η διαταγή του να ξεριζώσουν από την κεντρική πλατεία της πόλης τον πλάτανο όπου οι Οθωμανοί κρεμούσαν τους Χριστιανούς. 

Από τους αυτοβιογράφους του διασώζεται και το παρακάτω περιστατικό. Ως παιδί πήγαινε στην Τριπολιτσά για να πουλήσει ξύλα και έχει καταγραφεί πως κάποια στιγμή τον χτύπησε ένας Αγάς επειδή τον γέμισε λάσπες. Εκτοτε δεν βρέθηκε ποτέ ξανά στην πόλη καθώς είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα επέστρεφε μόνο όταν ελευθερωθεί, κάτι που συνέβη με την άλωσή της. 

Η κατάληψη της Τριπολιτσάς επέτρεψε στην Επανάσταση να εδραιωθεί, καθώς οι Τούρκοι φοβήθηκαν (και από τι σφαγές επί του άμαχου πληθυσμού) και άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά την ευρύτερη περιοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ελληνικό στοιχείο να αγγίζει πλέον το 100% των κατοίκων της Πελοποννήσου, ενώ παράλληλα προσέφερε πλήθος λαφύρων και υπολογίζεται πως το υλικό που βρέθηκε εντός της εξόπλισε πλήρως περίπου 10.000 άνδρες.

ΤΗΝ 1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1822 ΨΗΦΙΣΤΗΚΕ ΤΟ «ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»

Οι επιτυχίες των Ελλήνων στα πεδία των μαχών μεγιστοποίησε την ανάγκη για την ύπαρξη στοιχειώδους κεντρικής διακυβέρνησης και στις 6 Οκτωβρίου ο Δημήτριος Υψηλάντης προκήρυξε την πραγματοποίηση της Α’ Εθνοσυνέλευσης. 

Την ίδια στιγμή οι Σουλιώτες και οι Κρητικοί κρατούσαν «ζωντανή» τη φλόγα στις περιοχές τους και στις 20 Δεκεμβρίου εκπρόσωποι της Πελοποννήσου, της Στερεάς και των Νησιών (και όχι μόνο) συγκεντρώθηκαν στην Νέα Επίδαυρο, με στόχο να διακηρύξουν παντού πως οι Ελληνες είναι ελεύθεροι. Την 1η Ιανουαρίου του 1822 ψηφίστηκε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» που συντάχθηκε με τη βοήθεια του Ιταλού Βιντσέντζο Γκαλίνα που είχε έρθει στη χώρα μας για να βοηθήσει την Επανάσταση και το κείμενο ήταν από τα πλέον προοδευτικά της εποχής του και μεταξύ άλλων στέκονταν στις ατομικές ελευθερίες και τη διάκριση των εξουσιών.


Τα όσα συνέβησαν στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Νέας Επιδαύρου, ήταν ο «σπόρος» για τις μετέπειτα εμφύλιες διαμάχες 

Ομως τα όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες αποτέλεσαν τους «σπόρους» για τις μετέπειτα εμφύλιες διαμάχες αφού οι προεστοί και ευρύτερα η επί Τουρκοκρατίας ελίτ, δεν έβλεπε με «καλό» μάτι τη δημοτικότητα που απολάμβαναν οι στρατιωτικοί και κυρίως ο Κολοκοτρώνης, οι οποίοι από την πλευρά τους άρχισαν να θεωρούν πως παραμερίζονται επειδή τους δόθηκαν δευτερεύοντες θέσεις. 

Ηγετική πολιτική φυσιογνωμία στην κεντρική πολιτική σκηνή αναδείχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και το 1822 ξεκίνησε, σε πολεμικό επίπεδο, ιδανικά για τους Ελληνες. Στα μέσα του Γενάρη έπεσε και η Κόρινθος, ενώ τους επόμενους μήνες κηρύχθηκε η Επανάσταση σε διάφορα σημεία της Μακεδονίας και νησιά του Βορείου Αιγαίου.

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ  ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ωστόσο ενδιάμεσα ο Αλή Πασάς πέθανε αφού οι Οθωμανοί κατέστειλαν την εξέγερσή του, κάτι που τους επέτρεψε να αποδεσμεύσουν ισχυρά στρατεύματα και να στραφούν εναντίον των Ελλήνων. Οι  Σουλιώτες άρχισαν να δέχονται ισχυρή πίεση, ενώ στις 30 Μαρτίου ο Οθωμανικός στόλος έφτασε στα ανοικτά της Χίου. Οι φρικαλεότητες που έγιναν στο νησί, τα ανοσιουργήματα αρρωστημένων μυαλών που οδήγησαν στη σφαγή περισσοτέρων από 40.000 κατοίκων του και την πώληση ως σκλάβων περίπου 50.000, προκάλεσαν σοκ μεταξύ των Ελλήνων αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. 

Η Χίος ερημώθηκε, χιλιάδες μικρά αγόρια και κορίτσια οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα των αθώων. 


Η σφαγή της Χίου συγκλόνισε όχι μόνο τους Ελληνες αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη

Η διαμάχη που υπήρχε μεταξύ των οπλαρχηγών που κήρυξαν εκεί την επανάσταση οδήγησε σε μία ανείπωτη τραγωδία με καταστρεπτικές συνέπειες και είναι χαρακτηριστικό πως εκείνη την εποχή υπολογίζονταν πως το νησί είχε 110.000 κατοίκους, αλλά μετά τα φρικτά γεγονότα δεν ξεπερνούσαν τους 20.000 αφού είχε σχεδόν ερημωθεί. Στο Κάβο Μελανιός και την Ιερά Μονή εξελίχθηκαν δραματικές στιγμές, ενώ η διαταγή που είχε δωθεί στις τουρκικές ορδές ήταν ξεκθαρη. «Να θανατώνονται βρέφη ως 3 ετών, αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών και γυναίκες άνω των 40 ετών. Θα αιχμαλωτίζονται κορίτσια και γυναίκες από 3 έως 40 ετών και αγόρια από 3 έως 12 ετών. Ελεος θα λαμβάνουν μόνο όσοι ασπάζονταν το μωαμεθανισμό».

Οι Οθωμανοί ενέτειναν ευρύτερα τις σφαγές εναντίον του άμαχου πληθυσμού και αντίστοιχες φρικαλεότητες παρατηρήθηκαν και σε άλλες περιοχές όπως στη Νάουσα, όπου στην ιστορία πέρασε η θυσία αρκετών γυναικών που επέλεξαν να πέσουν στο ποτάμι της Αράπιτσας, μαζί με τα παιδιά τους, παρά να πιαστούν αιχμάλωτες από τους κατακτητές.

Από τις αρχές του Μάϊου του 1822 άρχισε να σφίγγει ο κλοιός και στην Κρήτη καθώς οι Τούρκοι έλαβαν ενισχύσεις από τους Αιγύπτιους, ενώ τα νέα δεν ήταν ευχάριστα και στο μέτωπο της Ηπείρου, καθώς στις 15 Μάϊου ο Χουρσίτ Πασάς, νικητής του Αλή Πασά, μαζί με τον Ομέρ Βρυώνη κατέλαβε το Σούλι.

Υστερα από 1,5 χρόνο ευφορίας γίνονταν σαφές πως το μονοπάτι της ελευθερίας θα είναι στρωμένο με πίκρες και θάνατο. 

Στις 7 Ιουνίου όμως ο Κωνσταντίνος Κανάρης αναπτέρωσε το ηθικό όλων των Ελληνων όταν στο λιμάνι της Χίου πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα Μανσουρίγε και μεταξύ των χιλιάδων νεκρών ήταν και ο ναύαρχος Καρά-Αλής. Οι Οθωμανοί ξέσπασαν το μένος τους με νέες σφαγές στο νησί, αλλά ο Ψαριανός ναυτικός έστειλε το μήνυμα πως οι Ελληνες θα πολεμήσουν μέχρις εσχάτων.

 

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΟΕΣΤΩΝ-ΟΠΛΑΡΧΗΓΩΝ ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΣΤΑ ΑΚΡΑ

Τις επόμενες ημέρες έπεσε στα χέρια των αγωνιστών και η Ακρόπολη των Αθηνών και το κλίμα άρχισε να αλλάζει, όμως την ίδια στιγμή διογκώνονταν οι διαμάχες μεταξύ των προεστών και των οπλαρχηγών, κυρίως  του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τα αιτήματά του ώστε να στεφθεί με επιτυχία η πολιορκία των Πατρών άγγιζε τα όρια της «εκδίκησης» προς το πρόσωπό του και οι σχέσεις των δύο πλευρών ήταν εχθρικές. 

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Δράμαλης Πασάς άρχισε τον Ιούνιο την κάθοδό του προς την Πελοπόννησο, αφού νωρίτερα κατέστρεψε τη Θήβα και υπερκέρασε την Αθήνα για να μην απολέσει χρόνο. 

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που ήταν το πρώτο «θύμα» της εσωτερικής διαμάχης που αναπτύχθηκε μεταξύ των Ελλήνων και κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Τούρκους, αμνηστεύτηκε ώστε να κρατήσει «ζωντανή» την Επανάσταση στη Στερεά και έγραψε στον «Γέρο» κάτι που έμεινε στην ιστορία. «Σας στέλω 30.000 Τούρκους για να μονοιάσετε. Κάμετέ τους ότι θέλετε. Εγώ υπόσχομαι να μην αφήσω άλλους να περάσουν και αναλαμβάνω τον Σερασκέρ Χουρσίτ πασά», του έλεγε μεταξύ άλλων. 

Ο ΔΡΑΜΑΛΗΣ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΕ ΠΑΝΙΚΟΣ

Στις 6 Ιουλίου οι Οθωμανοί κατέλαβαν  αμαχητί την Ακροκόρινθο καθώς οι υπερασπιστές της τράπηκαν σε φυγή στη θέα του όγκου των στρατευμάτων τους και ο Δράμαλης μνηστεύθηκε τη γυναίκα Κιαμήλμπεη που ήταν ο προηγούμενος διοικητής της και τον είχαν σκοτώσει οι Ελληνες. Παράλληλα καπηλεύτηκε όλους τους θησαυρούς του (ήταν από τους πλέον εύπορους άνδρες της Πελοποννήσου) και για να γιορτάσει τη νίκη του έχτισε, μεταξύ άλλων, ορισμένους αιχμαλώτους στα τείχη της. 

Λίγο αργότερα ξεκίνησε την πολιορκία του Ναυπλίου το κάστρο του οποίου δεν είχε «πέσει» και η Επανάσταση βρέθηκε κατάφατσα με τον αφανισμό. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε πανικόβλητη το Αργος, επιβιβάστηκε σε καράβια και  από τον  Αργοσαρωνικό εξέδιδε διαταγές για αντίσταση με εκείνη απούσα από την πρώτη γραμμή, ενώ επιζήσαντες της Χίου που είχαν καταφύγει στην Αργολίδα και μετέφεραν τις φρικαλεότητες των Οθωμανών στο νησί, έσπειραν τον πανικό σε όλη την ύπαιθρο. 


Η κάθοδος του Δράμαλη στην Πελοπόννησο προκάλεσε πανικό στις τάξεις των Ελλήνων και η κυβέρνηση αναζήτησε ασφάλεια στα νησιά 

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, αν και πρόεδρος του Βουλευτικού, δεν ακολούθησε την τακτική της φυγής και έμεινε στην περιοχή, όπου άπαντες στράφηκαν στον Κολοκοτρώνη. Εχοντας μαζί του όλους τους οπλαρχηγούς άρχισε να περιοδεύει από χωριό σε χωριό, εμψύχωνε τον κόσμο και σταδιακά όλοι τον ακολουθούσαν. Την ίδια στιγμή ο Υψηλάντης στρατοπέδευσε με περίπου 700 άνδρες στους Μύλους για να συγκρατήσει τον Δράμαλη, ενώ ενισχύθηκε και η φρουρά του Αργους. 

Από το χείλος της καταστροφής οι Ελληνες βρέθηκαν στην απόλυτη ομοψυχία και οι δυνάμεις των Επαναστατών άγγιζαν πλέον τους 10.000 άνδρες. Ο «Γέρος» έδωσε διαταγή να καούν τα πάντα στον κάμπο της Αργολίδας και το εκστρατευτικό σώμα των Οθωμανών άρχισε να στερείται εφοδίων και να πέφτει το ηθικό του. Ο Δράμαλης αποφάσισε να κινηθεί στα τέλη του Ιουλίου και  επεδίωξε να παραπλανήσει τους Ελληνες.

Για αυτό τον σκοπό έστειλε στον Κολοκοτρώνη έναν έμπιστό του πρώην Χριστιανό που είχε  ασπαστεί το Ισλάμ, δήθεν με σκοπό να εκκινήσει συνομιλίες με τους Ελληνες και να εξευρεθεί μία λύση ώστε να αποχωρήσει χωρίς να χυθεί αίμα. Ο αγγελιοφόρος σε μία υποτιθέμενη κρίση ειλικρίνειας που προφασίστηκε «αποκάλυψε» στον «Γέρο» πως οι Τούρκοι τον χρησιμοποιούν ως «δόλωμα», ότι θέλει να βοηθήσει τους συμπατριώτες του και για αυτό του μετέφερε πως ο Δράμαλης θα κινηθεί άμεσα προς την Τριπολιτσά και ότι ο Πασάς δεν επιθυμεί να συνδιαλαγεί με εκείνον.   

Η ΝΙΚΗ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ ΗΤΑΝ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Ομως ο μεγάλος στρατηλάτης αντιλήφθηκε την παγίδα και παρότι αρκετοί δεν πείστηκαν από τα επιχειρήματά του, όπως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, οδήγησε την πλειοψηφία των  αγωνιστών στα Δερβενάκια. 

Εκεί, στα τέλη του Ιουλίου του 1822 (η μάχη ολοκληρώθηκε στις 28/7) σημείωσαν τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια όλης της Επανάστασης και οδήγησαν στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη (ο ίδιος έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του ίδιου έτους όταν και προσβλήθηκε από τύφο). 

Τα λάφυρα που αποκόμισαν εξόπλισαν χιλιάδες άνδρες, ο Νικηταράς πέρασε στο πάνθεον της ιστορίας και η φλόγα της λευτεριάς παρέμεινε ζωντανή. Η  νίκη των ελληνικών όπλων στα Δερβενάκια δεν είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί ως η «κορωνίδα» του αγώνα, αφού εκτός του άμεσου αντίκτυπου που υπήρξε, λειτούργησε ευεργετικά και στη ψυχολογία των αγωνιστών. Απέναντί τους βρίσκονταν περισσότεροι από 25.000 Τούρκοι και τους έτρεψαν σε φυγή. Δεν ήταν μεμονωμένες δυνάμεις ή φρουρές, αλλά μία οργανωμένη επιχείρηση από το Σουλτάνο που στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία. 


Στα Δερβενάκια η ελληνική Επανάσταση σημείωσε τη μεγαλύτερη στρατιωτική της επιτυχία σε όλη τη διάρκεια του αγώνα

Την ίδια στιγμή εκ διαμέτρου αντίθετο ήταν το κλίμα στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι απώλειες της στρατιάς του Δράμαλη υπολογίζονται σε περίπου 5.000 άνδρες και εάν οι επιζήσαντες ανεφοδιάζονταν, θα μπορούσαν να αποτελέσουν εκ νέου μία σημαντική απειλή για την Πελοπόννησο. 

Ωστόσο σε εκείνα τα βράχια, μεταξύ Κορινθίας και Αργολίδας, δημιουργήθηκε στους Οθωμανούς ο «μύθος» πως οι Ελληνες ήταν πια «υπεράνθρωποι», που κινούνται με άνεση από πλαγιά σε πλαγιά και μπορούσαν να εμφανιστούν κυριολεκτικά από το… πουθενά. Παράλληλα το όνομα Κολοκοτρώνης έγινε συνώνυμο του «τρόμου» και μόνο η παρουσία του αρκούσε να αλλάξει την πορεία μίας μάχης. Κατέδειξε την στρατιωτική του ευφυΐα, «διάβασε» όλες τις κινήσεις του Δράμαλη και ήταν συνεχώς ένα βήμα μπροστά. 

Η «παγίδα» που έστησε με την τοποθέτηση του Νικηταρά και των ανδρών του στη διάβαση του «Αγιου Σώστη», είχε ως αποτέλεσμα να γιγαντώσει η ψευδαίσθηση στους Τούρκους πως οι Ελληνες μπορούν να βγαίνουν μέσα από τις πέτρες!  

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑ

Στο εξωτερικό όμως και σε επίπεδο διπλωματίας η «Ιερή Συμμαχία» του Μέτερνιχ παρέμενε «ισχυρή» και ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν κατάφερε να αποσπάσει τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ από τη σφαίρα επιρροής του Αυστριακού καγκελάριου. Παρά τις οχλήσεις ακόμη και του Πάπα, το Συνέδριο της Βερόνας που ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1822 καταδίκασε την Επανάσταση και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» αρνήθηκαν κάθε βοήθεια.

Ωστόσο υπήρξε μία λεπτομέρεια που εκ των υστέρων αποδείχθηκε κομβική. Το ελληνικό ζήτημα δεν τέθηκε ως θέμα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία επειδή το χαρακτήριζε ως εξέγερση και εσωτερική της υπόθεση, αλλά από τη Ρωσία με αφορμή τις σφαγές του Χριστιανικού πληθυσμού. 

Ο Τσάρος πρωτοστάτησε μεν ώστε να καταδικαστεί σαν κίνηση, αλλά ύστερα από έξυπνους ελιγμούς του μετέπειτα πρώτου Κυβερνήτη της χώρας μας έπεισε τον Αλέξανδρο Α’ να μην ζητήσει από την «Ιερή Συμμαχία» να προβεί σε ένοπλη επέμβαση, με σκοπό να διατηρήσει το υπάρχων καθεστώς στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε αντίθεση δηλαδή με άλλες περιπτώσεις όπου οι «Μεγάλες Δυνάμεις» επέβαλαν με τη «δύναμη» των όπλων την επιθυμία τους για μη αλλαγή των συνόρων, στην προκειμένη αρκέστηκαν σε απλές διατυπώσεις κάτι που πάντως οφείλεται και στην πίεση που δέχονταν από την εσωτερική τους κοινή γνώμη. 

Οι διπλωματικές κινήσεις του Ιωαννή Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βερόνα, προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην Επανάσταση 

Οι σφαγές στη Χίο (κυρίως), τη Σαμοθράκη και αλλού είχαν οδηγήσει στη γενική κατακραυγή της Τουρκίας και οι Δυτικοί δεν θέλησαν να συμπράξουν στρατιωτικά με όσους μεταχειρίζονταν τέτοιες μεθόδου. Στη Βερόνα βρέθηκε και αντιπροσωπεία των Κυβέρνησης όμως δεν της επιτράπηκε να αναπτύξει τα επιχειρήματά της, ενώ η αυστριακή πολιτική επεδίωξε να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις για τους σκοπούς των Ελλήνων.

Πιο συγκεκριμένα ο Μέτερνιχ και οι διπλωμάτες του επικαλέστηκαν το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» και το μετέφρασαν στα γαλλικά ώστε να μοιάζει με εκείνο της επανάστασης του 1788 στη Γαλλία που ήταν « Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη» και με αυτόν τον τρόπο να καταδείξουν πως πρόθεση των αγωνιστών ήταν η κοινωνική αναταραχή και οι αλλαγές σε επίπεδο πολιτεύματος. Ωστόσο το εγχείρημά της στέφθηκε με αποτυχία. 

Αντίθετα σε στρατιωτικό επίπεδο τα δεδομένα έμοιαζαν διαφορετικά.  Μέχρι τα τέλη του 1822 το Ναύπλιο έπεσε ολοκληρωτικά στα χέρια των αγωνιστών (στις 18 Ιανουαρίου του 1823 ορίστηκε ως πρωτεύουσα της χώρας), ο Ανδρέας Μιαούλης «έσπασε» δια θαλάσσης την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ενώ ο Ανδρέας Κανάρης και άλλοι ναυτικοί με τα πυρπολικά τους σκορπούσαν τον όλεθρο σε όλο το Αιγαίο. 

Μελανό σημείο ήταν η παράδοση του Σουλίου καθώς οι αγωνιστές του δεν άντεξαν την πίεση των Οθωμανικών στρατευμάτων και κατέφυγαν στα Επτάνησα ύστερα από σχετική συνθήκη που συνάχθηκε. 

Η μάχη των Δερβενακιών «έσωσε» την Επανάσταση και έβαλε τις βάσεις για την απελευθέρωση της Ελλάδος.

Ο ΚΑΝΙΝΓΚ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΥΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Στις αρχές του 1823 η πολεμική ένταση κόπασε, με μόνη εξαίρεση τη δραστηριότητα του Γεωργίου Καραϊσκάκη στην περιοχή της κεντρικής Στερεάς, όπου και σημείωσε αρκετές τοπικές επιτυχίες. 

Τον Μάρτιο όμως, περίπου 2 χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης, σημειώθηκε η πρώτη ελληνική διπλωματική νίκη και έκτοτε ξεκίνησε, έστω και σταδιακά, η διαφοροποίηση στο πώς μας αντιμετώπιζε η Δύση. Ο Γεώργιος Κάνινγκ είχε από το καλοκαίρι του 1822 αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας και ναι μεν διατείνονταν φιλικά προς τη χώρας μας (μεταξύ άλλων σε νεαρή ηλικία είχε γράψει και ποιήματα), όμως πάνω από όλα έπραττε προς το τα συμφέρον της Αυτοκρατορίας του. 

Μέχρι και τότε οι περισσότεροι πίστευαν πως ήταν ζήτημα χρόνου ώστε οι Τούρκοι να καταστείλουν κάθε αντίσταση, όμως οι Ελληνες έλεγχαν ήδη πολλές περιοχές, κέρδιζαν στα πεδία των μαχών και παρουσιάζονταν σε θέση να κρατήσουν τις θέσεις τους. Ετσι στο μυαλό του Βρετανού πολιτικού άρχισε να «δημιουργείται» η ιδέα πως ένα αυτόνομο κράτος στην Πελοπόννησο θα ήταν προς όφελος του Λονδίνου. Οι σκέψεις του μάλιστα «ενισχύονταν» επειδή εκείνη την εποχή στο Παρίσι είχεε ξεσπάσει μεγάλο φιλελληνικό κίνημα και ήθελε να προλάβει μία ενδεχόμενη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, ενώ την ίδια στιγμή δεν εμπιστεύονταν τους Ρώσους και απεχθάνονταν τον Μέτερνιχ. 


Ο Γεώργιος Κάνινγκ αναγνώρισε το 1823 το δικαίωμα των Ελλήνων να προχωρήσουν σε αποκλεισμούς λιμανιών 

Υπό αυτές τις συνθήκες τον Φεβρουάριο του 1823 έδωσε το «στίγμα» του, καθώς τότε το Λονδίνο μετέφερε, σε αυστηρό τόνο, στην Κωνσταντινούπολη πως ο σεβασμός των υποχρεώσεών της προς τους Χριστιανούς υπηκόους της αποτελεί απαράβατο όρο ώστε οι δύο Αυτοκρατορίες να διατηρήσουν φιλικούς δεσμούς. Λίγο αργότερα, τον  Μάρτιο, αναγνώρισε τους Ελληνες ως εμπόλεμο έθνος και σεβάστηκε το δικαίωμά τους να προχωρήσουν στον αποκλεισμό λιμανιών του Αιγαίου και του Ιουνίου όπως είχαν ανακηρύξει νωρίτερα και μάλιστα διαβίβασε τη σχετική εντολή και στην αγγλική ναυτική δύναμη που δρούσε στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Ηταν η πρώτη φορά που από επίσημα «χείλη» και μάλιστα μίας υπερδύναμης, η Επανάσταση του 1821 χαρακτηρίστηκε απελευθερωτική και εκείνη η διακήρυξη του Κάνινγκ έδωσε την… αφορμή για τη χορήγηση των δύο δανείων από τράπεζες της Γηραιάς Αλβιόνας. 

ΞΕΣΠΑ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ 

Ωστόσο το κλίμα στο εσωτερικό χειροτέρευε καθημερινά, καθώς άρχισαν να κορυφώνονται οι έριδες και οι αποφάσεις της Β’ Εθνοσυνέλευσης που ολοκληρώθηκε στα μέσα του Απριλίου στο Αστρος, οδήγησαν ουσιαστικά στον πρώτο εμφύλιο της Επανάστασης (ξεκίνησε το φθινόπωρο). 

Οι Ελληνες χωρίστηκαν στα δύο, τους οπλαρχηγούς και τους Κοτζαμπάσηδες, ενώ επειδή τους τελευταίους πλαισίωναν και οι νησιώτες είχαν την πλειοψηφία σε καίρια σώματα. Ο Κολοκοτρώνης απώλεσε την αρχιστρατηγία και η κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα όταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εκλέχθηκε πρόεδρος του Βουλευτικού, όπου με το νέο Σύνταγμα διέθετε πλέον αυξημένες εξουσίες. 

Ο «Γέρος» θεωρούσε πως ο Αναγνώστης Δεληγιάνης έπρεπε να λάβει τη συγκεκριμένη θέση και το Εκτελεστικό όπου υπερίσχυσαν οι «Αντικυβερνητικοί», όπως λέγονταν πλέον, αντέδρασε έντονα.  Μέχρι τα τέλη του 1824 υπήρξαν ένοπλες συγκρούσεις, ο «Γέρος» ναι μεν άλλαξε  στρατόπεδο αλλά στη συνέχεια επέστρεψε στο πλευρό των συναγωνιστών του και το κλίμα παρέμενε τεταμένο για μήνες. 

Μάλιστα για αρκετό χρονικό διάστημα οι επαναστατημένοι Ελληνες είχαν 2 κυβερνήσεις, αφού η μία πλευρά δεν αναγνώριζε την άλλη και ουδείς έδειχνε να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Ευτυχώς όμως οι Τούρκοι παρουσιάζονταν ανήμποροι να δημιουργήσουν ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα και να πλήξουν την Επανάσταση, η οποία στα μέσα του 1823 έχασε ένα μεγάλο αγωνιστή, τον Μάρκο Μπότσαρη. 

Αφορμή για την κορύφωση της έντασης στάθηκε η αντικατάσταση του υπουργού Δημητρίου Περούκα με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, την οποία και δεν αποδέχθηκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντής και άλλοι, ενώ η Τριπολιτσά και το Ναύπλιο θα γίνουν θέρετρα σφοδρών ένοπλων συγκρούσεων. 

Μεταξύ άλλων ο Πάνος Κολοκοτρώνης εισέβαλε με τους άνδρες του  σε συνεδρίαση του Βουλευτικού ώστε να τη διαλύσει βιαίως και να επιβάλλει τους όρους του πατέρα του,  όμως στο πλευρό των Κοτζαμπάσηδων και των νησιών πέρασαν σταδιακά και οι περισσότεροι Στερεοελλαδίτες, ενώ ο Κολοκοτρώνης έχασε μεγάλο μέρος των λαϊκών μαζών λόγω της διφορούμενης στάσης του.  
 
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Λόρδος Βύρωνας έφτασε στην Ελλάδα, αρχικά στην Κεφαλλονιά και ύστερα στο Μεσολόγγι, με σκοπό να ξεκινήσουν οι συζητήσεις για το πρώτο αγγλικό δάνειο, ενώ αντιπροσωπεία της Κυβέρνησης μετέβη, για τον ίδιο λόγο, στο Λονδίνο. Μάλιστα τα έξοδα του ταξιδιού της κάλυψε εκείνος!  

Στα τέλη του 1823  η Επανάσταση έχασε το δρόμο της, Ελληνες μάχονταν Ελληνες και αντί να εδραιωθεί και να πατήσει γερά στα πόδια της, αδυνάτιζε την υπόστασή της λόγω της διχόνοιας που επικρατούσε.  

ΤΑ ΔΥΟ ΑΓΓΛΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΧΡΩΣΤΟΥΣΕ ΠΡΙΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ 

Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1824 υπογράφηκε τελικά η σύμβαση για τη σύναψη του πρώτου αγγλικού δανείου και οι δύο  «κυβερνήσεις» που υπήρχαν, στην Τρίπολη υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και στο Κρανίδι υπό τον Γιώργο Κουντουριώτη, έριζαν ποια θα διαχειριστεί τα χρήματα. 

Η δεύτερη επικράτησε και τον Μάιο επήλθε συμβιβασμός, όμως ο αγώνας είχε αφεθεί στην τύχη του και άπαντες εθελοτυφλούσαν. Μάλιστα κατά τη διάρκεια του τρέχων έτους θα υπάρξουν αρκετές συγκρούσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών στην Πελοπόννησο, παρότι στα μέσα του 1824 ο Χουσεϊν Πασάς κατέστειλε, σε μεγάλο βαθμό, την Επανάσταση στην Κρήτη και εκείνο το διάστημα ο Σουλτάνος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Μοχάμεντ Αλι της Αιγύπτου ώστε να τον βοηθήσει. Στο φιρμάνι που εκδόθηκε τον αποκαλούσε «Εξολοθρευτή των Απίστων», η κατάσταση γίνονταν οριακή, όμως οι έριδες τύφλωναν τους αγωνιστές που δεν έβλεπαν καθαρά. 

Τα δύο δάνεια που έλαβαν οι επαναστατημένοι Ελληνες είχαν μεν σημαντικό διπλωματικό αντίκτυπο καθώς αναγνωρίζονταν και επίσημα ως κράτος (έστω και έμμεσα), όμως την ίδια στιγμή συνοδεύονταν από επαχθείς όρους. 

Το πρώτο ήταν ύψους 800.000 βρετανικών λιρών με τιμή όμως έκδοσης 59%, κάτι που σήμαινε πως θα ελάμβαναν μόλις 472.000, ενώ υπήρχε ακόμη ετήσιος τόκος αποπληρωμής 5% επί της ονομαστικής αξίας, προμήθεια 3% και ασφάλιστρα 1,5%. Μάλιστα το πλέον παράδοξο στη συμφωνία που υπήρξε ήταν πως στη χώρα μας κατέληξε μόλις το 1/3 (περίπου 300.000 λίρες) γιατί ναι μεν τα δημόσια έσοδα ορίστηκαν ως μέσο αποπληρωμής των τόκων και τα εθνική ακίνητα για εκείνη του κεφαλαίου, η Ελλάδα ωστόσο κλήθηκε να καταβάλει προκαταβολικά τους τόκους των 2 πρώτων ετών και να πληρώσει όλα τα έξοδα του δανείου. 

Σα να μην έφτανε αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δαπανήθηκε για την επικράτηση στην εμφύλια διαμάχη και όχι για την οργάνωση του στρατού που είχε παραμεληθεί. 

Το δεύτερο δάνειο του 1825 ήταν μεν μεγαλύτερο και ανέρχονταν στις 2.000.000 λίρες και με μικρότερη τιμή έκδοσης (55%), όμως εκ των υστέρων αποδείχθηκε μεγαλύτερη «καταστροφή». Το τελικό ποσό που εγκρίθηκε ήταν μόλις 816.000 λίρες, αφού εκ νέου παρακρατήθηκαν προκαταβολικά οι τόκοι των πρώτων δύο ετών, τα χρεολύσια και οι άλλες δαπάνες. Την ίδια στιγμή ως διαχειρίστρια αρχή του ορίστηκαν οι Αγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού οργανισμού του Λονδίνου και όχι η κυβέρνηση, ενώ το 1/4 των χρημάτων που έπρεπε να λάβουν οι Ελληνες διατέθηκε για πληρωμή του πρώτου δανείου! 

Από τις υπόλοιπες 600.000 λίρες ένα μικρό ποσό δαπανήθηκε για αγορά όπλων, το μεγαλύτερο δόθηκε για παραγγελίες πλοίων (ατμοκίνητων και φρεγατών) που όμως δεν παραδόθηκαν όλα (ο στόλος πάντως ενισχύθηκε) και στα ταμεία του κράτους μπήκαν  περίπου 200.000 λίρες. Για την ιστορία επί Οθωνα κατηγορήθηκαν για ατασθαλίες όλα μέλη της επιτροπής που συμμετείχαν στη σύναψη των δύο δανείων και κυρίως ο Ιωάννης Ορλάνδης, πλοιοκτήτης από τις Σπέτσες, ενώ το 1878 εκδόθηκαν ομόλογα με ωρίμανση 30 ετών ώστε να αποπληρωθούν, κάτι που έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα. 

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ «ΠΑΡΕΛΥΣΕ» ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ, ΚΑΣΟΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑ ΑΦΕΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ

Τον Μάιο του 1824 κρίθηκε η τύχη του πρώτου εμφύλιου με νίκη των Κυβερνητικών, αλλά λίγο αργότερα ξέσπασε ο δεύτερος. Την ίδια στιγμή το καλοκαίρι η μία καταστροφή διαδέχονταν την άλλη, όμως καμία εκ των αντιμαχόμενων παρατάξεων δεν οπισθοχωρούσε. 

Στις αρχές του Μαϊου μοίρα του αιγυπτιακού στόλου, υπό τον Χουσεϊν Μπέη, έκανε την εμφάνισή της στο Αιγαίο και λίγο αργότερα η Κάσος πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Παρότι οι πρόκριτοι του νησιού είχαν από καιρό ζητήσει τη βοήθεια της κυβέρνησης, εκείνη τους απάντησε και μάλιστα καθυστερημένα πως αδυνατεί να κάνει το οτιδήποτε λόγω οικονομικών προβλημάτων και στις 27 του μηνός ξεκίνησε η επιχείρηση κατάληψής του.

Οι λιγοστοί υπερασπιστές του (μεταξύ τους και ορισμένοι Κρητικοί) προσπάθησαν να αμυνθούν, όμως λίγες ημέρες μετά η Κάσος παραδόθηκε στις φλόγες και υπολογίζεται πως 2.000 κάτοικοι έχασαν τη ζωή τους και ισάριθμοι (κυρίως γυναίκες και παιδιά) πουλήθηκαν ως σκλάβοι ή εντάχθηκαν βιαίως στα πληρώματα των καραβιών .

Στην ιστορία έμεινε ο Μάρκος Ιωάννου, εκ των καπεταναίων του νησιού, που μαζί με 40 άνδρες πολέμησε γενναία αλλά αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε ενώπιων του Χουσεϊν, ο οποίος του πρότεινε να αλλαξοπιστήσει και να ζήσει. Τότε ο Διακομάρκος, όπως ήταν ευρέως γνωστός, αρνήθηκε, κατάφερε να ξεφύγει από τα δεσμά του, άρπαξε ένα γιαταγάνι και πριν πέσει νεκρός πρόλαβε και σκότωσε 3 Αιγύπτιους.  

Τον Ιούνιο και ο τουρκικός στόλος βγήκε στα ανοικτά με προορισμό τα Ψαρά, που ήταν το επόμενο νησί που έμελλε να βιώσει τη δίψα για αίμα των Οθωμανών, οι οποίοι έσφαζαν και λεηλατούσαν συνεχώς.

Τα Ψαρά υπερασπίζονταν περίπου 3.000 μαχητές, πολλοί εκ των οποίων ήταν από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όμως οι οπλαρχηγοί δεν εκμεταλλεύτηκαν τα πυρπολικά που διέθεταν, ούτε απομάκρυναν τις γυναίκες και τα παιδιά, ο αριθμός των οποίων ήταν μεγάλος επειδή είχαν εισρεύσει στα μέρη τους αρκετοί πρόσφυγες από τη Χίο. 

Υστερα από μάχη λίγων ημερών οι περίπου 15.000 Τούρκοι που αποβιβάστηκαν στο νησί κατέβαλαν την αντίσταση των Ελλήνων και σκόρπισαν τον όλεθρο. Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε στο λόφο του Παλαιοκάστρου, όπου οι εναπομείναντες αγωνιστές αμύνθηκαν ηρωικά και όταν «έσπασαν» οι γραμμές τους προτίμησαν να ανατινάξουν την πυριτιδαποθήκη του φρουρίου και να παρασύρουν στο θάνατο όσους περισσότερους Τούρκους μπορούσαν, παρά να οδηγηθούν στην αιχμαλωσία. 


Η καταστροφή των Ψαρών οδήγησε στην ερήμωση του νησιού και τα όσα διαδραματίστηκαν στην προσπάθεια ανακατάληψής του από τον Μιαούλη, κατέδειξαν πως η Επανάσταση βρίσκονταν σε μεγάλη κρίση 

Υπολογίζεται πως από τις 30.000 ψυχές που βρίσκονταν τότε στα Ψαρά (ντόπιοι & πρόσφυγες) οι 18.000 πέθαναν στη μάχη, εκτελέστηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ όσους κατάφερε να σώσει ο Ανδρέας Μιαούλης μεταφέρθηκαν αρχικά στη Μονεμβασία και ύστερα στην Αίγινα. Μετά την απελευθέρωση πολλοί Ψαριανοί εγκαταστάθηκαν στην αρχαία Ερέτρια της Εύβοιας και ίδρυσαν την πόλη Νέα Ψαρά. Ο Κανάρης κατάφερε να διασώσει ελάχιστα πλοία (περίπου 20) από τη συνολική ναυτική δύναμη του νησιού, ενώ ο Διονύσιος Σολομός στο περίφημο πλέον ποίημά του έγραψε χαρακτηριστικά. 

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη». 

Ο κακός συντονισμός και η αναρχία που επικρατούσε εκείνη την εποχή μεταξύ Κυβέρνησης, στρατού και στόλου λόγω των εμφυλίων πολέμων, αποτυπώθηκε στην προσπάθεια ανακατάληψης του νησιού που επιχειρήθηκε λίγες ημέρες μετά. Οι Τούρκοι παρότι αρχικά σχεδίαζαν να επιτεθούν στη Σάμο, αποσύρθηκαν στη Μυτιλήνη για να γιορτάσουν τη νίκη τους και στις 3 Ιουλίου οι Μιαούλης, Σαχτούρης αποβίβασαν περισσότερους από 1.500 άνδρες, οι οποίοι γρήγορα κατέστειλαν την αντίσταση των Τουρκαλβανών που είχαν παραμείνει ως φρουρά. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών βρήκαν καταφύγιο στα 25 πλοία που είχαν στη διάθεσή τους και θέλησαν να κατευθυνθούν προς τη Λέσβο, όμως η ελληνική ναυτική δύναμη τα συνάντησε ανοικτά της Χίου και βύθισε τα περισσότερα, με τις απώλειες των Οθωμανών να ξεπερνούν τους 1.000 άνδρες. 

Ο στόλος επέστρεψε στα Ψαρά, αντί όμως να προχωρήσει σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των λίγων Τουρκαλβανών που παρέμεναν και αντιστέκονταν, τα πληρώματα των καραβιών προχώρησαν σε λεηλασίες και άρπαζαν ότι μπορούσαν ως λάφυρα. Την ίδια στιγμή αρκετοί καπετάνιοι φόρτωναν να κανόνια των ψαριανών πλοίων που είχαν κυριεύσει οι Τούρκοι και επικρατούσε μία χαοτική κατάσταση. 

Στις 7 του μηνός ο Μιαούλης ενημερώθηκε πως ο Οθωμανικός στόλος που είχε ενημερωθεί για τα τεκταινόμενα από όσους διέφυγαν της ναυμαχίας της 3ης Ιουλίου βρίσκεται ανοικτά των Ψαρών και έδωσε διαταγή όλοι να βρεθούν σε θέσεις μάχης, όμως λιγότερα από τα μισά σκάφη την εκτέλεσαν και οι περισσότεροι ήθελαν να αποχωρήσουν ώστε να πάνε σπίτια τους και να αφήσουν εκεί τα όσα είχαν πάρει από τα Ψαρά. Ο Ναύαρχος αναγκάστηκε να υποχωρήσει με όλες τις δυνάμεις του και έγραψε οργισμένος στους Υδραίους πρόκριτους για την έλλειψη πειθαρχίας που παρατηρούνταν. 

Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ, Ο ΙΜΠΡΑΗΜ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω είχε «φουντώσει» και ο δεύτερος εμφύλιος, όπου το ένα στρατόπεδο συγκροτούσαν οι νησιώτες, κυρίως οι Υδραίοι, και οι Στεροελλαδίτες και το άλλο οι Πελοποννήσιοι. Οι πρώτοι έχοντας και τα χρήματα του πρώτου δανείου επικράτησαν με σχετική ευκολία και τον Οκτώβριο του 1824 ο Παπαφλέσσας εισέβαλε στο Μοριά και  καταδίωξε τους εναπομείναντες υποστηρικτές του Κολοκοτρώνη. Μάλιστα τον Νοέμβριο σκοτώθηκε ο γιος του Πάνος κάτι που διέλυσε ψυχολογικά τον «Γέρο» και τον Δεκέμβριο παραδόθηκε στην Κυβέρνηση. Ετσι η διαμάχη ολοκληρώθηκε σχετικά σύντομα, η Επανάσταση όμως «έσβηνε»… 


Ο Ιμπραϊμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη με σκοπό όχι μόνο να καταπνίξει την Επανάσταση, αλλά και να εξαλείψει το ελληνικό στοιχείο από την ευρύτερη περιοχή 

Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος της εγχώριας πολιτικής σκηνής και ο Κολοκοτρώνης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και άλλοι οδηγήθηκαν σε φυλακή της Υδρας. Σε μία σύμπτωση της μοίρας εκείνες τις ημέρες ο Ιμπραϊμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη και δημιούργησε εκεί το προγεφύρωμα που ήθελε στην «καρδιά» της Επανάστασης.

Ο Μωχάμετ Αλη έστειλε τον γιο του με περίπου 25.000 άνδρες να συνδράμει τα στρατεύματα του Σουλτάνου και να συνθλίψουν τον αγώνα των Ελλήνων και ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά του θα λάμβανε την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Το σχέδιο του Ιμπραήμ ήταν, αφού πρώτα επικρατήσει, να πουλήσει ύστερα όλον τον ντόπιο πληθυσμό ως σκλάβους και να εποικήσει τις περιοχές με Αιγύπτιους και άλλες φυλές. Εάν επιτύγχανε οι Ελληνες θα αφανίζονταν.   

Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ «ΣΩΣΕΙ» ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, «ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΥΣ»  

Τους επόμενους δύο με τρεις μήνες οι αγωνιστές επεδίωξαν με «ανταρτοπόλεμο» να φθείρουν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ, ο οποίος όμως συνεχώς ενισχύονταν και μέχρι τον Μάιο κατέλαβε τη Σφακτηρία, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, ενώ  ο Κιουταχής ξεκίνησε τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. 

Μόλις τότε οι Ελληνες αντιλήφθηκαν τη δεινή θέση που είχαν περιέλθει και η Κυβέρνηση χορήγησε γενική αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους. Παρόλα αυτά το επόμενο διάστημα δολοφονήθηκαν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στην Ακρόπολη των Αθηνών και η Μπουμπουλίνα στις Σπέτσες και ο Αγώνας απώλεσε δύο ανθρώπους που έδωσαν τα πάντα για την ελευθερία της χώρας. 

Ο μαρτυρικός θάνατος του πρώτου ύστερα από φρικτά βασανιστήρια από πρώην συμπολεμιστές του και αφού κατηγορήθηκε ψευδώς από τον Ιωάννη Κωλλέτη για συνεργασία με τον κατακτητή συγκλόνισε όλους τους οπλαρχηγούς και όξυνε τα πάθη, σε μία χρονική στιγμή που η ομόνοια έπρεπε να κυριαρχήσει. 

Ο «Γέρος» όταν αποφυλακίστηκε και έφτασε στο Ναύπλιο είδε το πλήθος να τον περιμένει στην προβλήτα και είπε την ιστορική πλέον φράση. «Ελληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Ετσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός». 

Ο Ιμπραήμ όμως συνέχιζε να σπέρνει τον τρόμο στο πέρασμά του. Δυτικά το Μεσολόγγι άντεχε , όμως στην Πελοπόννησο οι Αιγύπτιοι άφηναν πίσω τους καμμένη γη και το ηθικό του πληθυσμού είχε καταρρακωθεί. 


Ο Κολοκοτρώνης μετά την αποφυλάκισή του προσπάθησε να κρατήσει «ζωντανή» την Επανάσταση, χρησιμοποίησε ακόμη και ακραίες μεθόδους και χάρις σε αυτόν περιορίστηκε η δράση των «τουρκοπροσκυνημένων»

Νωρίτερα, στα τέλη του Μαϊου ο Παπαφλέσσας που πρωταγωνίστησε στις εμφύλιες διαμάχες αποφάσισε να πέσει ηρωικά στο Μανιάκι, σε μία μάχη που εκ προοιμίου ήταν χαμένη αλλά προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους Αιγύπτιους σε μία χρονική στιγμή που έδειχναν ανίκητοι. Ο φλογερός Αρχιμανδρίτης αντιλήφθηκε πως οι εμφύλιες διαμάχες είχαν οδηγήσει στην καταστροφή, πρωτοστάτησε στην αποφυλάκιση των έγκλειστων στην Υδρα και κυρίως του Γέρου που μέχρι τότε ήταν θανάσιμος εχθρός του και ουσιαστικά θυσιάστηκε, μαζί με τους συντρόφους, του ώστε να αφυπνίσει το έθνος. 

Ο Κολοκοτρώνης που αμέσως μόλις ελευθερώθηκε ανέλαβε ξανά την αρχιστρατηγία εφάρμοσε ακραίες τακτικές και μεταξύ άλλων το περίφημο «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», που κορυφώθηκε περίπου 1,5 χρόνο ύστερα με τη δολοφονία του οπλαρχηγού Δημήτρη Νενέκου. Ο οποίος αν και αρχικά τάχθηκε υπέρ της Επανάστασης  στη συνέχεια όμως συνεργάστηκε με τον Ιμπραήμ και έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να τον σκοτώσει όταν αποκόπηκαν μαζί σε ένα δάσος, αλλά τον συνόδεψε με ασφάλεια στις δυνάμεις του. 

Ηταν η εποχή που οι Αιγύπτιοι, με όπλο τον τρόμο, υπόσχονταν έλεος στους Ελληνες αρκεί να προσκυνήσουν και πολλοί  το έπραξαν. 

Ο Γέρος όμως ήθελε να φοβούνται εκείνον περισσότερο από τον κατακτητή, τιμώρησε σκληρά όσους το έπρατταν και με τη δολοφονία του Νενέκου απάλειψε το φαινόμενο των «τουρκοπροσκυνημένων», όπως έμελλε να χαρακτηρίζονται. Μάλιστα το «φωτιά και τσεκούρι στους  προσκυνημένους» που συνδυάστηκε με εκείνη την περίοδο μέσω γραπτών εντολών του που διασώθηκαν («Δώστε μου τα προσκυνοχάρτια του Μπραίμη να σας δώσω του έθνους», έλεγε συχνά), είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά από τον Κολοκοτρώνη το 1822 και πιο συγκεκριμένα στην πολιορκία των Πατρών, ώστε να πείσει τους ντόπιους να συνδράμουν. Για την ιστορία το κάστρο της πόλης δεν έπεσε ποτέ λόγω της τότε διαμάχης του με την άρχουσα τάξη που δεν του έδωσε όσα ζητούσε φοβούμενη τη δημοφιλία του μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, από εκεί επιχειρούσαν συνεχώς τουρκικά στρατεύματα καθώς ανεφοδιάζονταν μέσω θαλάσσης και απελευθερώθηκε το 1828 από τους Γάλλους.  

Η κατάσταση εκείνη τη χρονική στιγμή έδειχνε δραματική,  αφού ο Ιμπραήμ είχε θέσει σε εφαρμογή και το σχέδιο καταστροφής του  φυσικού πλούτου της Πελοποννήσου, ώστε να οδηγήσει τους κατοίκους της στο θάνατο μέσω λοιμών και ασιτίας. 

Ο Κολοκοτρώνης όμως του έγραψε μετά την πυρκαγιά που έβαλε στον αργίτικο κάμπο. «Αυτό όπου μας φοβερίζεις, να μας κόψεις και κάψεις τα καρποφόρα δένδρα μας, όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, ημείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δένδρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις την γην δεν θέλει την σηκώσεις και η ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γη μένει δική μας και θα τα μετακάνει. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ’ ντο από τον νου σου». 

Ευρύτερα μεταξύ των δύο ανδρών υπήρξε αρκετές φορές επικοινωνία, σε εχθρικό πάντα ύφος. Ο Γέρος παρενοχλούσε συνεχώς τους Αιγύπτιους και η εξάλειψη του φαινομένου των «προσκυνημένων», ξέχωρα από τον αντίκτυπο που είχε στο στράτευμα του Ιμπραήμ καθώς κάποια στιγμή οι ένοπλοι Ελληνες που πολεμούσαν στο πλευρό του άγγιζαν τους 2.000, έπληξε και το γόητρό του.

Ο Κολοκοτρώνης θέσπισε μέχρι και χρηματικό αντίτιμο για κάθε κεφάλι Αιγύπτιου που έφερναν στο στρατόπεδό του κάτι που αύξησε τον πόλεμο φθοράς εναντίον των εισβολέων και ο Ιμπραήμ του έστειλε μία επιστολή όπου τον κατηγορούσε για δειλία επειδή δεν τον αντιμετώπιζε στη μάχη. Τότε ο μεγάλος στρατάρχης τον προκάλεσε σε μονομαχία, χωρίς όμως να λάβει απάντηση. «Δεν μπορείς να κάνεις τον παλικαρά σέρνοντας μαζί σου τόσο ασκέρι και τα επιτελεία και την επιστήμη της Ευρώπης. Αν είσαι πραγματικά παλικάρι, όπως μου γράφεις, πάρε όσους ανθρώπους σου θελήσεις, να πάρω και εγώ άλλους τόσους και έλα να κάνουμε δίκαιο πόλεμο. Ή αν αγαπάς πάλι έλα μονάχος σου εσύ και μονάχος μου εγώ να μετρηθούμε», έλεγε στο γράμμα του!  

Ο Ιμπραήμ από την πλευρά του προσπάθησε να τον δολοφονήσει αλλά καμία απόπειρα που οργάνωσε δεν στέφθηκε με επιτυχία, ενώ οι άνδρες του Γέρου κρέμασαν έναν Ελληνα εκτελεστή που συνελήφθη και στον λαιμό του πέρασαν μία πινακίδα που έγραφε  «αυτό κερδίζει όποιος γίνεται προδότης της πατρίδος του». 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟΤΑΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΕΝΩ Η Η ΡΩΣΙΑ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 

Από τα μέσα του 1825 ο κλοιός γύρω από τους επαναστατημένους Ελληνες άρχισε να σφίγγει επικίνδυνα. Το Μεσολόγγι αντιστέκονταν ηρωικά και χάρις στον ανεφοδιασμό που του παρείχε από τη θάλασσα ο Ανδρέας Μιαούλης, απέρριπτε όλες τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Κιουταχή, ενώ έλαβε ενισχύσεις από τους Σουλιώτες του Κίτσου Τζαβέλλα. 

Ομως στην Πελοπόννησο ο Ιμπράημ έσπερνε τον όλεθρο, μεταξύ άλλων κατέλαβε και τη Μονεμβασιά και ο Κολοκοτρώνης αδυνατούσε να συγκρατήσει τις ορδές του. Στη Στερεά ο Γεώργιος Καραϊσκάκης σημείωσε ορισμένες τοπικές επιτυχίες και στην Κρήτη υπήρξαν απόπειρες αναζωπύρωσης του αγώνα, μετά την ανακατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας, αλλά τα δεδομένα ήταν κατά των Ελλήνων. 

Ωστόσο στο εξωτερικό άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα, πως η Δύση θα πάψει να είναι απλώς παρατηρητής και ωρίμαζε η ιδέα για τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. 

Με αφορμή τα δύο δάνεια που προηγήθηκαν από αγγλικές τράπεζες, η κυβέρνηση απευθύνθηκε στο Λονδίνο ώστε να ζητήσει την προστασία του (το περίφημο κείμενο “Αιτήσεως του Ελληνικού Έθνους προς το Βρετανικόν”) και την ίδια στιγμή Βρετανοί και Γάλλοι αξιωματικοί άρχισαν να αναλαμβάνουν κομβικές θέσεις στον Στρατό και το Στόλο, κάτι που ναι μεν προκάλεσε προβλήματα στο εσωτερικό (επί της ουσίας δεν υπήρχε τακτικό στράτευμα, ακολούθησε η αποτυχημένη απόπειρα πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στην Αλεξάνδρεια), όμως διεθνοποιούσε όλο και περισσότερο το ελληνικό ζήτημα. 

Ηταν τότε που ο Γεώργιος Κάνινγκ που ούτως ή άλλως όπως αναφέραμε παραπάνω διακατέχονταν από φιλελληνικά αισθήματα αλλά πάνω από όλα ενεργούσε προς όφελος της Αγγλίας (αρχικά ως Υπουργός των Εξωτερικών και ύστερα ως πρωθυπουργός), πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών στις θέσεις του και προχώρησε ένα βήμα παραπάνω, από τη μέχρι πρότινος αναγνώριση του δικαιώματος των αγωνιστών να αποκλείσουν τουρκικά λιμάνια. Ορμώμενος από την καχυποψία του προς τον καγκελάριο Μέτερνιχ αλλά και τη διφορούμενη πολιτική της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δέχθηκε το Στέμμα να αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών. Στο μυαλό του υπήρχε, ως αρεστό ενδεχόμενο, η δημιουργίας μίας πολιτείας στην περιοχή, φόρου υποτελής στο Σουλτάνο που θα… οφείλει στην Αγγλία την ελευθερία της, άρα θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της χώρας του. Ωστόσο οι εξελίξεις… πρόλαβαν και εκείνον.  

Επίσημα, ως Υπουργός Εξωτερικών τότε, δεν δέχθηκε καν να συνομιλήσει την ελληνική αντιπροσωπεία που θέλησε να του επιδώσει το αίτημα της «προστασίας», όμως υπογείως ενθάρρυνε τους αγωνιστές, ενώ στα τέλη του χρόνου άλλαξε άρδην η πολιτική της Ρωσίας. 

Ο θάνατος του Αλέξανδρου Α’ έφερε στο θρόνο τον Νικόλα Α’ και ο νέος Τσάρος έβλεπε τον εαυτό του ως προστάτη των Χριστιανών, διακατέχονταν από φιλοπολεμικά  αισθήματα και εναντιώνονταν στους Τούρκους. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο Ιμπραήμ έφτασε και εκείνος έξω από τα τείχη του Μεσολογγίου και η είσοδος του 1826 βρήκε την Επανάσταση να «ψυχορραγεί» στο πεδίο των μαχών, αλλά η διεθνής διπλωματία  άρχισε να στρέφεται υπέρ της. 

ΣΤΙΣ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1826 ΥΠΗΡΞΕ Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ «ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ»

Τους πρώτους μήνες του νέου έτους όλα τα  βλέμματα ήταν στραμμένα στο Μεσολόγγι, όπου οι υπερασπιστές του έγραφαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της χώρας. Η σύμπραξη Τούρκων και Αιγυπτίων περιόρισαν αισθητά τις κινήσεις του Μιαούλη και η πόλη σταδιακά αποκόπηκε από τον έξω κόσμο, όμως οι Ελληνες απέρριπταν κάθε πρόταση συνθηκολόγησης. 

Μέχρι που φτάσαμε στον Απρίλιο του 1826, όπου συντάχθηκε το πρώτο επίσημο έγγραφο που αναγνώριζε την ύπαρξη Ελληνικού κράτους και η 4η του μηνός πέρασε στην ιστορία. 


Η άνοδος στο θρόνο του Τσάρου Νικόλαου Α’, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας και τη στάση της απέναντι στους Ελληνες

Πιο συγκεκριμένα ο Δούκας και Στρατηγός Ουέλινγκτον βρέθηκε εκείνο το διάστημα στη Ρωσία για την τελετή ενθρόνισης του Νικολάου Α’, ο οποίος έβλεπε με καχυποψία το γεγονός πως οι Ελληνες στράφηκαν στο Λονδίνο για προστασία και όχι σε εκείνον που ήταν και ομόθρησκός τους. Θέλοντας λοιπόν να μετατρέψει την Αυτοκρατορία του σε έναν ισχυρό πόλο της περιοχής και να ανορθώσει το γόητρό της, υπέγραψε μαζί με την Αγγλία το «Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης» όπου προβλέπονταν η δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους, φόρου υποτελές στο Σουλτάνο και οι δύο χώρες δεσμεύονταν ώστε να μεσολαβήσουν στις εμπόλεμες πλευρές για άμεση κατάπαυση του πυρός. 

Παράλληλα σε έναν όρο του γίνονταν αναφορά πως στην πράξη τους αυτή μπορεί να συμμετάσχει και οποιαδήποτε άλλη ξένη δύναμη το επιθυμεί, ενώ «ναυαγούσε» οριστικά κάθε ενδεχόμενο δημιουργίας ηγεμονιών στα πρότυπα των Παραδουνάβιων, όπως είχε κατά νου η Αυστρία σε περίπτωση που οι Ρώσοι επέμειναν να εμπλακούν στο ελληνικό ζήτημα. 

Ως αντάλλαγμα ο Νικόλας Α’ δεσμεύονταν να μην κινηθεί εχθρικά προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία  και η παραπάνω εξέλιξη θεωρήθηκε ως «νίκη» του. Παράλληλα ήταν η ουσιαστική κατάλυση της «Ιερής Συμμαχίας», αφού ο καγκελάριος Μέτερνιχ, πρωτεργάτης και στυλοβάτης της, έπαυε να έχει πια κυρίαρχο ρόλο στην ευρωπαϊκή «σκακιέρα». 

ΟΙ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ» ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΚΑΙ Η ΗΡΩΪΚΗ ΤΟΥΣ ΕΞΟΔΟΣ 

Λίγες ημέρες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου και μη γνωρίζοντας οι Ελληνες το περιεχόμενό του, ξεκίνησαν στην Νέα Επίδαυρο οι εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης που όμως διακόπηκε μετά τα άσχημα και θλιβερά νέα του Μεσολογγίου. 

Οι υπερασπιστές του δεν άντεξαν άλλο και τη νύχτα της 10ης προς 11ης Απριλίου του 1826 επιχείρησαν έξοδο, με σκοπό να σπάσουν τον οθωμανικό κλοιό και να διαφύγουν, κερδίζοντας μία θέση στο πάνθεον των ηρώων της χώρας μας. 

Οπως αναφέραμε, από τον Δεκέμβριο του 1825 ο Ιμπραήμ είχε συμπράξει με τον Κιουταχή και από κοινού απέκοψαν την πόλη από τον έξω κόσμο. Ο Μιαούλης αδυνατούσε να την ανεφοδιάσει και σταδιακά η πείνα άρχισε να καταβάλει όλους όσους βρίσκονταν εντός των τειχών της. Τα οποία o Αιγύπτιος στρατηγός υποτιμητικά αποκαλούσε «φράχτη», όμως ουδέποτε κατάφερε να καταλάβει. Η πτώση των νησίδων Βασιλάδι και Κλείσοβας οδήγησαν τους αγωνιστές σε ακόμη πιο δυσχερή θέση, αρχικά σφαγιάστηκαν και καταναλώθηκαν τα ζώα (άλογα, γαϊδούρια, σκύλοι, γάτες) και στη συνέχεια οι έγκλειστοι τρέφονταν με ποντίκια, φύκια, δέρματα που έβραζαν, ενώ παρατηρήθηκαν και φαινόμενα κανιβαλισμού. 

Πιο συγκεκριμένα διασώθηκαν μαρτυρίες όπου μητέρες έβγαζαν από νεκρούς τα συκώτια τους και αφού τα έπλεναν καλά, τα μαγείρευαν για τα παιδιά τους, όπως και περιπτώσεις οικογενειών που τρέφονταν με τα σωματικά μέλη γειτόνων ή συγγενών τους που είχαν πεθάνει και συντηρούσαν τα άψυχα κορμιά τους μέσα στα σπίτια τους! Οι αρρώστιες και οι στερήσεις θέριζαν τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», όπως έμειναν στην ιστορία, και  αποφασίστηκε  τη νύχτα της 10ης Απριλίου, Σαββάτο του Λαζάρου, του 1826 να επιχειρήσουν έξοδο. 


Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου πέρασαν, το βράδυ της 10ης Απριλίου του 1826, στο πάνθεον της ελληνικής ιστορίας

Το σχέδιο ήταν οι υπερασπιστές να χωριστούν σε τρεις ομάδες υπό την ηγεσία των  Νότη Μπότσαρη, Δημήτρη Μακρή και Κίτσου Τζαβέλα, ενώ στην πόλη θα παρέμεναν οι βαριά τραυματισμένοι και οι ηλικιωμένοι. Μάλιστα διασώθηκαν τα όσα λέχθηκαν μεταξύ των οπλαρχηγών την παραμονή του εγχειρήματος, όπου και συναντήθηκαν στο σπίτι του Τζαβέλα για να ρυθμίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ολοι τους αποφάσισαν να εκτελέσουν τους Τούρκους αιχμαλώτους και όσους Χριστιανούς θεωρούσαν ύποπτους για προδοσία, διαταγή που εφαρμόστηκε άμεσα. 

Στη συνέχεια η πλειοψηφία επιθυμούσε να σκοτώσουν τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά, ώστε τα κλάματά τους τους να μην προδώσουν τους Ελληνες που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τη νύχτα και να αιφνιδιάσουν τους πολιορκητές, αλλά και να μην αιχμαλωτιστούν και ατιμαστούν από τους Οθωμανούς. 

Μάλιστα υπερίσχυσε προς στιγμήν η πρόταση ο ένας να φονεύσει την οικογένεια του άλλου, επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο κάποιος  να λιγοψυχήσει, κάτι που ήταν φυσιολογικό, και να μην αφαιρέσει τη ζωή από τη σύζυγό του ή τα παιδιά του. Τότε όμως αντέδρασαν οι ιερείς που έφτασαν σε σημείο να καταραστούν τους οπλαρχηγούς και τελικά έγινε αποδεκτό από όλους να υπνωτίσουν τα παιδιά με αφιόνι για να κοιμούνται την ώρα της εξόδου και στην πόλη να μείνουν, όπως είχε προαποφασιστεί, οι βαριά πληγωμένοι, οι ηλικιωμένοι και όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, ώστε να ταμπουρωθούν σε οικείες πολεμώντας μέχρις εσχάτων. Οι στιγμές ήταν δραματικές. 

Το βράδυ της επομένης 10.000 ψυχές, περίπου 3.500 άνδρες και 6.500 γυναίκες και παιδιά, βρέθηκαν στις πύλες της πόλης και τις πέρασαν υπό την κάλυψη της νύχτας. Μάλιστα  πάρα πολλές φόρεσαν ανδρικά ρούχα και κρατούσαν όπλα, ώστε να παραπλανήσουν τον εχθρό. Ομως είτε λόγω προδοσίας είτε λανθασμένου συντονισμού οι Ελληνες δεν κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους τους και ξεκίνησε ανταλλαγή πυρών. 

Επικράτησε χάος και ορισμένοι φώναζαν «πίσω», ώστε να αναζητήσουν προστασία εντός της πόλης και να κλείσουν τις πόρτες. Ηταν όμως πολύ αργά. Τούρκοι και Αιγύπτιοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη, ενώ αρκετοί σκαρφάλωσαν στα ανυπεράσπιστα τείχη και βρέθηκαν στα νώτα των Ελλήνων. Ξεκίνησε μία ανείπωτη σφαγή και ο Χρήστος Καψάλης, πρόκριτος της περιοχής, πέρασε στην αθανασία όταν μαζί με λίγους ακόμη Ελληνες πολέμησαν ηρωικά περικυκλωμένοι στο σπίτι του και το ανατίναξε μόλις εκείνο γέμισε από Οθωμανούς. 

Από τους αγωνιστές διασώθηκαν μόνο 1.500 καθώς τόσοι κατάφεραν να διασπάσουν τις αντίπαλες γραμμές, όμως φρικτή μοίρα περίμενε τα γυναικόπαιδα. Περίπου 5.000 συνελήφθησαν και στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και μόλις 20 κατάφεραν να διαφύγουν. Την επομένη το Μεσολόγγι ήταν μία έρημη πόλη και οι Ιμπραήμ& Κιουταχής εισήλθαν εντός του, ενώ παντού υπήρχε… ο θάνατος…Αρκετά χρόνια αργότερα το Μεσολόγγι θα ανακηρυχθεί επίσημα ως «Ιερή Πόλη». 
 
H πτώση του προκάλεσε εσωτερικούς τριγμούς, «έριξε» την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που επί ημερών του ο Ιμπραήμ εδραιώθηκε στην Πελοπόννησο και έφερε τον Ανδρέα Ζαϊμη στην εξουσία. 

ΜΑΝΗ, ΤΟ «ΒΑΤΕΡΛΟ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ» 

Πλέον ο Αιγύπτιος στρατηγός είχε τη δυνατότητα να στρέψει το βλέμμα του στη Μάνη και να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα στην Επανάσταση, αφού τη θεωρούσε, και σωστά, ως το τελευταίο ισχυρό προπύργιό της στο Μοριά. 

Αρχικά επεδίωξε να έρθει σε συμφωνία με τον Γιώργο Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη, και σε αυστηρό ύφος του ζήτησε να παραδοθεί και σε διάστημα 10 ημερών να  τον προσκυνήσει μαζί με τους άλλους πρόκριτους, η απάντηση όμως που έλαβε, εξ’ ονόματος όλων των Μανιατών, ήταν ξεκάθαρη. «Ελάβαμεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδαμεν να μας φοβερίζεις ότι, αν δε σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τους Μανιάτας και την Μάνην. Δια τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσεις. Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμένομεν», ανέφερε η επιστολή του και ξεκίνησε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να αποκρούσει την επίθεση των Αιγυπτίων.   
     
Ο Ιμπραήμ με περίπου 8.000 άνδρες ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου να καταλάβει την περιοχή, ενώ για αντιπερισπασμό έστειλε μία ναυτική μοίρα στον Μεσσηνιακό κόλπο. Ομως την επομένη τον περίμεναν στη Βέργα (πρόκειται για την τότε μόνη είσοδο από τη Μεσσηνιακή Μάνη προς τη Λακωνική) 1.500 Μανιάτες, που οχυρώθηκαν πίσω από το τείχος που κατασκευάστηκε ώστε να του φράξει τον δρόμο. 


Οι Μανιάτες αντιστάθηκαν γενναία και ανάγκασαν τον Ιμπραήμ σε συντριπτική ήττα

Ολες οι έφοδοι των Αιγυπτίων αποκρούστηκαν επιτυχώς και μέχρι το βράδυ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, μετρώντας πάνω από 500 νεκρούς και 1.000 τραυματίες. Ο Ιμπραήμ ήταν έξαλλος και 2 ημέρες μετά δοκίμασε να εισβάλει στη Μάνη μέσω του Αρμυρού όπου αποβίβασε δυνάμεις και έκαψε ορισμένα χωριά κοντά στο Διρό (Πύργο και Χαριά). 

Στην Τσίμοβα όμως συνάντησε σθεναρή αντίσταση από όσους δεν ήταν στη Βέργα και μετά από σκληρές μάχες σώμα με σώμα, οι εισβολείς επέστρεψαν στα καράβια τους και τράπηκαν σε φυγή. Μάλιστα στις συγκρούσεις πήραν μέρος και διακρίθηκαν δεκάδες γυναίκες, η συμβολή των οποίων ήταν καθοριστική. Ο εξαγριωμένος στρατηγός επιχείρησε παράλληλα νέα έφοδο και στη Βέργα, όμως οι υποστηρικτές της γραμμής κατακρεούργησαν τους άνδρες του και επέστρεψε ταπεινωμένος στη Μεσσηνία.

Το μένος του για τους Μανιάτες θα παραμείνει άσβεστο μέχρι την αποχώρησή του από την Πελοπόννησο και τον Αύγουστο του 1826 θα στείλει ξανά δυνάμεις στην περιοχή, όμως ύστερα από μόλις 3 ημέρες θα την εγκαταλείψουν εκ νέου κυνηγημένοι, καθώς γνώρισαν συντριπτική ήττα στον Πολυάραβο. Η Μάνη έμεινε στην ιστορία ως το «Βατερλό του Ιμπραήμ» και στάθηκε όρθια απέναντί του μία εποχή που ο στρατός του έδειχνε αήττητος. 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ, ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Στα τέλη του 1826 η πολεμική δραστηριότητα επικεντρώθηκε στη Στερεά και πιο συγκεκριμένα πέριξ των Αθηνών. Ο Κιουταχής πολιορκούσε μεν την Ακρόπολη, αλλά ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, κατά πρώτο λόγο, και ο Γιάννης Μακρυγιάννης επέφεραν συνεχώς  «πλήγματα» στα νώτα του, ενώ και ο ανεφοδιασμός της γίνονταν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. 

Ο πρώτος στις αρχές του 1827 οδήγησε τους Ελληνες σε νίκες στην Αράχoβα και το Κερατσίνι, ενώ στις δυνάμεις του προστέθηκαν και εκείνες του Κάρολου Φαβιέρου, ενός Γάλλου αξιωματικού και  εκ των πλέον αγαπητών ξένων που ήρθαν στη χώρα μας για να ενισχύσουν τον αγώνα. Ομως στο θέρετρο των επιχειρήσεων έφτασε και ο Ρίτσαρντ Τσορτς, ο οποίος διορίστηκε Αρχιστράτηγος των κατά ξηράς δυνάμεων και αυτόματα ο Καραϊσκάκης που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε το γενικό πρόσταγμα, καλούνταν να πειθαρχήσει στις εντολές του. 

Ο Αγγλος αξιωματικός γνώριζε μεν πολλούς οπλαρχηγούς από την προ Επανάστασης θητεία του στα Επτάνησα (η επιλογή του στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας έγινε μετά από πρόταση του Κολοκοτρώνη), όμως αδυνατούσε να αντιληφθεί τον τρόπο που πολεμούσαν οι Ελληνες. Στη θέα της μεγάλης δύναμης που είχε συγκεντρωθεί στο λεκανοπέδιο και άγγιζε τους 10.000 άνδρες, επιθυμούσε να αντιπαρατεθεί σε ανοικτό πεδίο μάχης με τον Κιουταχή ώστε να τον κερδίσει και να τον εκδιώξει, ανακαταλαμβάνοντας έτσι την πόλη των Αθηνών και λύνοντας την πολιορκία της Ακρόπολης. 

Σε ευρύτερο πλάνο μάλιστα σχεδίαζε και απόβαση στρατού στα παράλια της Αλβανίας, ώστε όσοι από τη γειτονική χώρα μάχονταν μαζί με τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και την Ελλάδα και να επιστρέψουν στην πάτρια εδάφη για να τα υπερασπιστούν. 

Ο Καραϊσκάκης αν και φημίζονταν για την αθυροστομία του και τον οξύθυμο χαρακτήρα του υπάκουε στις εντολές, αλλά παράλληλα προσπαθούσε να εξηγήσει στον Τσορτς και τους υπασπιστές του ότι οι αγωνιστές δεν μπορούσαν, ακόμη, να αντιπαρατεθούν των Οθωμανών σε ανοικτό πεδίο μάχης και πρότεινε να τους «πνίξουν» με αύξηση του πολέμου φθοράς και εντονότερο αποκλεισμό. 

Ετσι φτάσαμε στον Απρίλιο του 1827 όπου η Ακρόπολη παρέμενε σε ελληνικά χέρια και οι δυνάμεις τους στην Αττική συνέχιζαν να πετυχαίνουν τοπικές νίκες, όπως εκείνη στη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα. Η οποία όμως στάθηκε αφορμή για έντονες διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών, για το πώς έπρεπε να συμπεριφερθούν στους αιχμαλώτους, αλλά και επειδή υπήρξαν περιπτώσεις παράκρουσης διαταγών. 

Στις 17 του μηνός και μετά από νέα σύσκεψη αποφασίστηκε η κατά μέτωπο επίθεση, παρά την αντίθετη γνώμη του Καραϊσκάκη. «Αλλά ποιος ήκουεν την γνώμην του Καραϊσκάκη, όπου ο Κόχραν (σ.σ. αρχηγός του στόλου, επίσης Βρετανός) επέμεινεν εμπρός, ειδέ φεύγει», έγραφε χαρακτηριστικά ο Γενναίος Κολοκοτρώνης που ήταν παρών. Ως ημερομηνία έναρξης της επιχείρισης ορίστηκε η 23η Απριλίου και ο στρατηγός θα κινούνταν στην περιοχή του Φαλήρου. 


Ο θάνατος του Καραϊσκάκη οδήγησε στην συντριπτική ήττα των ελληνικών δυνάμεων στην Ανάλατο και στην παράδοση της Ακρόπολης των Αθηνών

Για την προηγουμένη (22/4) έδωσε εντολή να μην υπάρξει η παραμικρή αψιμαχία με τις τουρκικές φρουρές, όμως ορισμένοι άνδρες άρχισαν να πυροβολούν και η σύρραξη γενικεύτηκε (λέγεται πως το «κακό» συνέβη επειδή είχαν καταναλώσει κρασί που τους έδωσαν οι Αγγλοι ώστε να είναι διαθέσιμο για το γλέντι που θα γίνονταν μόλις κέρδιζαν τη μάχη, τόσο σίγουρος ήταν ο Τσορτς). 

Ο Καραϊσκάκης αν και άρρωστος βγήκε από τη σκηνή του και  έσπευσε στα πρώτα ταμπούρια ώστε να ηρεμήσει την κατάσταση, όμως μία σφαίρα τον βρήκε στη βουβωνική χώρα και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Την επομένη εξέπνευσε, κάτι που βύθισε στο πένθος όλους τους Ελληνες. Σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη πριν φύγει από τη ζωή ψέλλισε «εγώ πεθαίνω. Ομως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν πολλές μαρτυρίες που υπαινίσσονται πως έπεσε νεκρός από χέρι συναγωνιστή του, επειδή η σφαίρα που τον λάβωσε είχε φορά από πάνω προς τα κάτω. 

Η απώλειά του καταρράκωσε τους αγωνιστές, οι οποίοι στις 24 Απριλίου ηττήθηκαν στη μάχη του Ανάλατου, ο Κιουταχής έγινε κυρίαρχος της Αττικής και περίπου ένα μήνα μετά η φρουρά της Ακρόπολης οδηγήθηκε σε συνθηκολόγηση. Η πλήρης κατάληψη των Αθηνών σε συνδυασμό με το θάνατο του Καραϊσκάκη, οδήγησαν στον μαρασμό της Επανάστασης σε όλη τη Στερεά.

Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗ «ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ» ΚΑΙ Η ΑΔΙΑΛΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ ΩΦΕΛΙΜΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Η ολοκλήρωση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα είχε μεν εκλέξει από τις 30 Μαρτίου τον Ιωάννη Καπποδίστρια ως πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδος, με γνώμονα το πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, όμως μετά την ήττα στο Ανάλατο και τη σταδιακή εξάπλωση των Τούρκων στην ευρύτερη περιοχή της Αττικοβοιωτίας, οι αγωνιστές έλεγχαν μόνο τη Μάνη, ένα μεγάλο μέρος της Αργολίδας και της Κορινθίας, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και μεμονωμένα άλλα σημεία.  Σε όλη  την υπόλοιπη ηπειρωτική και νησιωτική χώρα είχαν περιοριστεί στα βουνά και δεχόντουσαν πίεση από τους Τούρκους και τους Αιγύπτιους. 

Ομως οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της εποχής, για τους λόγους που επιγραμματικά αναφέρθηκαν παραπάνω, είχαν αποφασίσει για την τύχη του ελληνικού ζητήματος και μάλιστα ο Κάνινγκ κατάφερε να πείσει τη Γαλλία ώστε να συμπράξει μαζί με την Αγγλία και τη Ρωσία προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Υπό αυτές τις συνθήκες οδηγηθήκαμε στη «Συνθήκη του Λονδίνου» ή «Ιουλιανή Συνθήκη» όπως λέγεται από ορισμένους, όπου στις 6 Ιουλίου του 1827 οι τρεις χώρες συμφώνησαν στη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους, φόρου υποτελής στην Πύλη (αργότερα έπεσε στο τραπέζι και η πολυπόθητη λέξη «ανεξαρτησία»).

Από το Παρίσι επεδίωξαν ανεπιτυχώς να πείσουν τη Βιέννη ώστε να συνταχθεί μαζί τους και η ανένδοτη στάση της Αυστρίας σε συνδυασμό με τις επιτυχίες των Τούρκων και των Αιγυπτίων στα πεδία των μαχών, όσο οξύμωρα και αν ακούγεται, οδήγησε στην πλήρη ελευθερία της Ελλάδος. 

Ο Σουλτάνος απέρριψε τον Αύγουστο οποιαδήποτε συζήτηση για αυτονομία, συνεπικουρούμενος και από παρασκηνιακές κινήσεις του Μέτερνιχ, αφού θεωρούσε πως ήταν ζήτημα χρόνου να καταπνίξει κάθε εστία αντίστασης, κάτι που εξόργισε Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία που έβλεπαν τους Οθωμανούς να αψηφούν τις αποφάσεις τους. Παράλληλα ένα μυστικό άρθρο που συντάχθηκε σε εκείνη τη συνθήκη αποτέλεσε τον «σπόρο» για τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. 

Πιο συγκεκριμένα διατυπώθηκε γραπτώς η επιθυμία/πρόθεση να επιβάλλουν τους όρους της ακόμη και με τη δύναμη των όπλων, χωρίς όμως να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Κωνσταντινούπολη. Η ασάφεια που εύλογα προκαλούσε η παραπάνω διατύπωση, οδήγησε στην καταστροφή του Τουρκουαιγυπτιακού στόλου.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΝΑΒΑΡΙΝΟ

Ολα λοιπόν οδηγούσαν στο Ναβαρίνο. Σε αυτό το σημείο πρέπει να έχουμε κατά νου πως εκείνα τα χρόνια οι συνομιλίες δεν ήταν τόσο απλές, ένα μήνυμα ή κάποιο γράμμα χρειάζονταν ακόμη και εβδομάδες ώστε να παραδοθεί/απαντηθεί και πολλές φορές οι εξελίξεις έτρεχαν με τόσο γοργούς ρυθμούς, που οι πολιτικοί ή διπλωμάτες αδυνατούσαν να τις ακολουθήσουν. Ετσι οι «Μεγάλες Δυνάμεις» διέταξαν μεν ναυτικές τους μοίρες να πλεύσουν στην Ελλάδα με σκοπό να επιβάλλουν τους όρους της «Συνθήκης του Λονδίνου», αλλά δεν είχαν κατά νου ότι θα οδηγηθούν σε ένοπλη σύρραξη. 

Διοικητής του συμμαχικού στόλου ανέλαβε ο Εδουάρδος Κόδρινγκτον, ο οποίος ηγούνταν των αγγλικών ναυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Από καιρό έπλεε στην περιοχή, γνώριζε τα ανοσιουργήματα των Τούρκων και Αιγυπτίων και την πρόθεσή τους να εξαλείψουν τους Ελληνες από την Πελοπόννησο και τα νησιά και διατείνονταν φιλικά προς τη χώρα μας. Πάνω από όλα όμως επιθυμούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της δικής του.  Ηταν ο πρώτος που έφτασε, αρχικά στο  Ιόνιο και ύστερα στο Αιγαίο, και ξεκίνησε επαφές τόσο με την πλευρά των Οθωμανών, όσο και με την κυβέρνηση του Ναυπλίου.  

Στις 21 Ιουνίου οι Ελληνες αποδέχθηκαν την επιβολή κατάπαυσης του πυρός, παρότι επεδίωξαν, χωρίς επιτυχία, να αναζωπυρώσουν την επανάσταση σε περιοχές που είχε «σβήσει», με σκοπό να συμπεριληφθούν και εκείνες στα όρια του κράτους που θα συστήνονταν στο μέλλον. 

Ο Ιμπραήμ όμως έβρισκε συνεχώς προφάσεις για να μην δώσει ξεκάθαρη απάντηση και όταν συνάντησε τον Κόδρινγκτον  στο Νεόκαστρο και ενημερώθηκε σχετικά, αναλώθηκε σε αόριστες διατυπώσεις και προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, δήθεν πως πρέπει αρχικά να επικοινωνήσει με την Κωνσταντινούπολη.  Πάντως δεσμεύτηκε πως δεν θα προβεί σε επιθετικές ενέργειες και ο κοινός Τουρκοαιγπυτιακός στόλος θα παραμείνει στο Ναβαρίνο. 

Τις επόμενες ημέρες η Βρετανική μοίρα ενώθηκε με τη Γαλλική που τελούσε υπό τις διαταγές του υποναύαρχου Χέιδεν και ναι μεν μεταξύ τους υπέβοσκε μία σχετική καχυποψία, όμως από την πρώτη συνάντησή τους στην περιοχή της Σμύρνης κατέστη σαφές πως υπήρχε αλληλοεκτίμηση σε προσωπικό επίπεδο και πρόθεση άριστης συνεργασίας.    

Λίγο αργότερα, στις  8 Αυγούστου του 1827, πέθανε ο Τζωρτζ Κάνινγκ, αλλά τα νέα μαθαίνονταν αργά. Ο Στράτφορντ Κάνινγκ, πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Πόλη, δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για το συμβάν, παρέμενε πιστός στην πολιτική γραμμή του συγγενή του, παρότρυνε και τους άλλους δυτικούς διπλωμάτες στην Υψηλή Πύλη να κρατούν αντίστοιχη στάση και έγραψε στον Κόδρινγκτον, όταν εκείνος ζήτησε σαφείς εξηγήσεις για το πότε και υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία. «Αν χρειαστεί,  επιβάλετε την ειρήνη με τα πυροβόλα σας», του απάντησε σχετικά και ουσιαστικά έβαλε τις βάσεις για τη διεξαγωγή της Ναυμαχίας. 

Ο Εδουάρδος Κόδριγκτον ήταν διοικητής του Συμμαχικού Στόλου που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Ναβαρίνου 

Ο  Σεπτέμβριος… κύλησε με τις δύο πλευρές ευρισκόμενες σε κατάσταση αναμονής και η μία προσπαθούσε να «διαβάσει» την άλλη. 

Στα τέλη του μήνα και με παραπλανητικό τρόπο μία αρμάδα του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου επεδίωξε να βγει στα ανοικτά, με προορισμό την Υδρα και την καταστροφή του νησιού. Ο Κόδρινγκτον αντέδρασε άμεσα και μαζί με τον Δεριγνί ανέκοψε την πορεία της Οθωμανικής μοίρας και την ανάγκασε να επιστρέψει στο λιμάνι. Εάν διέφευγε την προσοχής των Συμμαχικών Δυνάμεων, το νησί θα παραδίδονταν στην καταστροφή. 

Οι Αγγλοι και οι Γάλλοι είχαν πειστεί πως δεν μπορούσαν να κρατούν περαιτέρω διαλλακτική στάση, όμως περίμεναν να ενσωματωθεί και η ρωσική μοίρα, κάτι που ενίσχυε στον Ιμπραήμ την πεποίθηση πως δεν ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικοί.  Ο κύβος για ότι θα συνέβαινε ερρίφθη οριστικά στις αρχές Οκτωβρίου, όταν ο Αιγύπτιος θέλησε να προχωρήσει σε αντίποινα εναντίον των Ελλήνων επειδή έστειλαν πολεμικά σκάφη στον Κορινθιακό, σε μία προσπάθεια της Κυβέρνησης να «φουντώσει» (ξανά) την Επανάσταση σε διάφορα μέρη της Στερεάς. 

Τότε διάταξε περίπου 50 πλοία του να καταπλεύσουν στην Πάτρα και να καταδιώξουν τα ελληνικά, κάτι που προκάλεσε την οργή των Κόδρινγκτον, Δεριγνί. Κυρίως του πρώτου, ο οποίος ηγήθηκε αυτοπροσώπως της μοίρας που τους έφραξε τον δρόμο και παρότι υστερούσε σε αναλογία 1 προς 7, παρέταξε τα πλοία του σε θέση μάχης. Οι δύο αρμάδες συναντήθηκαν έξω από τον Αραξο και η ναυαρχίδα του «Ασια» ξεκίνησε σφοδρό κανονιοβολισμό. Στη θέα της τα Οθωμανικά  πολεμικά τράπηκαν σε φυγή, ενώ εκείνο το διάστημα ένα βρετανικό βύθισε 6 μικρότερα Αιγυπτιακά και 1 Αλγερινό, που επίσης προσπάθησαν να βγουν εκτός λιμανιού. 
 
Ο Ιμπραήμ ήταν έξαλλος και έδωσε εντολή για επίθεση εναντίον των Αγγλων, όμως ο Κόδρινγκτον παρέταξε εκ νέου τις δυνάμεις του σωστά στην ευρύτερη περιοχή και παρεμπόδισε τον αντίπαλό του να κινηθεί. 

Ο Αιγύπτιος στρατάρχης ξέσπασε στον άμαχο πληθυσμό της περιοχής και μόλις ο αξιωματικός του Βρετανικού ναυτικού Χάμιλτον αποβιβάστηκε στη στεριά για να ελέγξει την κατάσταση, έγραψε στον αντιναύαρχο διοικητή του πως «αν ο Ιμπραήμ παραμείνει στην Ελλάδα, περισσότερο από το ένα τρίτο των κατοίκων θα λιμοκτονήσει».
 
Πλέον ήταν σαφές πως στην Πελοπόννησο τελούνταν μία γενοκτονία, αποφασίστηκε πως άμεσα έπρεπε να ληφθούν δραστικά μέτρα, κάτι που επικυρώθηκε όταν ενσωματώθηκε μαζί τους η ρωσική μοίρα υπό τον Ναύαρχο Χέυδεν. Μετά από συνάντηση των τριών διοικητών επί της «Ασια», αποφάσισαν να επιβάλλουν άμεσα τους όρους της «Συνθήκης του Λονδίνου» για κατάπαυση του πυρός. 

ΚΟΔΡΙΝΓΚΤΟΝ:  «ΗΡΘΑ ΝΑ ΔΩΣΩ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΝΑ ΠΑΡΩ»

Οι  συμμαχικές δυνάμεις αποτελούνταν από 27 πλοία, ενώ ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος που βρίσκονταν στο Ναβαρίνο ξεπερνούσε τα 70. Παρόλα αυτά το μεσημέρι της 20ης Οκτωβρίου του 1827 τα πρώτα αγγλικά σκάφη άρχισαν να εισέρχονται σταδιακά εντός του κολπίσκου και όταν ο Κόδρινγκτον έλαβε σήμα πως δεν έχει πάρει άδεια από τον Ιμπραήμ για να μπει στο λιμάνι, απάντησε ξεκάθαρα: «Ηρθα να δώσω διαταγές και όχι να πάρω». 

Τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα, αφού πλάι-πλάι βρίσκονταν καράβια με δεκάδες πυροβόλα και τα πληρώματά τους βρίσκονταν σε θέσεις μάχης. Απέμενε η αφορμή, η οποία δεν άργησε να δοθεί. Η πρώτη που άρχισε να βάλει ήταν η γαλλική ναυαρχίδα «Σειρήνα», όταν και ενεπλάκη σε «θερμό» επεισόδιο μαζί με το αγγλικό Ντάρτμουθ που έπλεε δίπλα της. 

Πιο συγκεκριμένα το δεύτερο θέλησε να απομακρύνει ένα τουρκικό πυρπολικό που το πλησίαζε και έστειλε μία βάρκα με σκοπό να το απωθήσει, όμως ο αξιωματικός και οι άνδρες που επέβαιναν σε αυτή έπεσαν νεκροί λόγω πυροβολισμών που δέχθηκαν. Από το Ντάρτμουθ ανταπέδωσαν τα πυρά και αμέσως επλήγη από μία αιγυπτιακή φρεγάτα που θέλησε να συμπράξει τον συμμάχων της. Οι βολές της ωστόσο  χτύπησαν και τη «Σειρήνα» και  ο  Δεριγνί διέταξε πυρ. Στη θέα της ναυαρχίδας τους να βάλει με ομοβροντίες, αρκετά γαλλικά σκάφη έπραξαν ανάλογα. 

Ο Κόδρινγτον επιθυμούσε να αποφύγει μία γενική σύρραξη και έστειλε αντιπροσωπεία στον Μοχαρέμ Μπέη, με σκοπό να του μεταφέρει πως οι Σύμμαχοι ήθελαν μόνο την αποχώρηση των δυνάμεών του από την περιοχή και όχι ένοπλη αντιπαράθεση. Ομως οι Αιγύπτιοι σκότωσαν όσους επέβαιναν στη λέμβο,  κάτι που οφείλονταν και στην παρουσία ενός Ελληνα ανάμεσά τους. Ο Αγγλος διοικητής άνοιξε αμέσως πυρ και παρότι αρχικά η έκβαση της ναυμαχίας έδειχνε αμφίρροπη, η είσοδος στο λιμάνι της ρωσικής μοίρας έκρινε οριστικά την πλευρά του νικητή. 


Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου έληξε με συντριπτική ήττα του ενωμένου Τουρκουαιγυπτιακού στόλου 

Μέχρι να πέσει ο ήλιος οι Σύμμαχοι επικράτησαν κατά κράτος παρότι είχαν να αντιμετωπίσουν και τα πολυβολεία της Σφακτηρίας, τόσο λόγο της μεγάλης δύναμης πυρός που διέθεταν, όσο και επειδή τα πληρώματά τους ήταν καλύτερα εκπαιδευμένα και πιο έμπειρα.  Συνολικά οι απώλειες του Οθωμανικού στόλου ανήλθαν σε περίπου 6.000 νεκρούς και 60 πλοία βυθισμένα (12 φρεγάτες, 22 κορβέτες, 25 μικρότερα), ενώ ο συμμαχικός έχασε 172 άνδρες (κανένα σκάφος του δεν βυθίστηκε, τα περισσότερα είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές).

Η νίκη των «Μεγάλων Δυνάμεων» ήταν ολοκληρωτική και διαμήνυσαν στον Ιμπραήμ που είχε καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας πως πρέπει να σταματήσει τις εχθροπραξίες. Ο ταπεινωμένος Αιγύπτιος στρατηγός υπάκουσε χωρίς να φέρει αντιρρήσεις και η συνθήκη ειρήνευσης υπογράφθηκε επί της αγγλικής ναυαρχίδας.

Το βράδυ μετά τη ναυμαχία ο Κόδρινγκτον έστειλε προς τον πρεσβευτή Κάνινγκ μία επιστολή, όπου περιέγραφε πως οδηγήθηκε στην απόφαση της ένοπλης σύρραξης και μεταξύ άλλων του έγραψε τα εξής: «Κύριε, έχω την τιμή να πληροφορήσω την Εξοχότητά σας ότι οι συνάδελφοί μου, ο Κόμης Χέιδεν και ο Ιππότης ντε Ρινί συμφώνησαν μ’ εμένα για την ανάγκη να εισέλθουμε σ’ αυτό το λιμάνι, ώστε να πείσουμε τον Ιμπραήμ Πασά ν’ αποσυρθεί στην Αλεξάνδρεια ή σε κάθε περίπτωση να σταματήσει τον βάρβαρο πόλεμο της εξόντωσης που συνέχισε και μετά την εδώ επιστροφή του. Σχεδόν όλα τα πλοία της γραμμής υπέστησαν σοβαρές ζημιές, αλλά έχω την ευχαρίστηση να πληροφορήσω την Εξοχότητά σας ότι ο Τουρκο-Αιγυπτιακός στόλος εκμηδενίστηκε. Τα πιο πολλά πλοία έχουν ανατιναχθεί και αρκετά έχουν καταποντισθεί και το λιμάνι είναι τόσο πολύ καλυμμένο με ναυάγια ώστε φαντάζομαι ότι μια παρόμοια σκηνή σχεδόν ποτέ πριν δεν έχει απαντηθεί».

Μεταγενέστερα υπήρξαν αναφορές πως οι Τούρκοι συνέστησαν κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας μία ομάδα ελεύθερων σκοπευτών με σκοπό να σκοτώσει τον Κόδριγκτον που κινούνταν χωρίς προφυλάξεις επί της «Ασια», όμως μόνο μία σφαίρα κατάφερε να τον βρει και αυτή στο χέρι. 

Η ΑΓΓΛΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ ΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ!

Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί  πως η ελληνική επανάσταση ολοκληρώθηκε εκείνη την ημέρα, ενώ ο αντίκτυπος της ναυμαχίας του Ναβαρίνου συντάραξε όλη την Ευρώπη. Στην Κωνσταντινούπολη ο Σουλτάνος θέλησε να προχωρήσει σε αντίποινα κατά εμπόρων και ξένων υπηκόων που βρίσκονταν στην Πόλη, όμως η σκληρή στάση των εκεί πρεσβευτών του έδωσε να αντιληφθεί πως ελλόχευε ο κίνδυνος να ξεκινήσει ανοικτός πόλεμος μαζί τους.

Η Αυστρία χαρακτήρισε το συμβάν «δολοφονία» και «τρομακτική καταστροφή», ενώ αποστάσεις κράτησε και το Λονδίνο αφού όπως αναφέραμε παραπάνω ο θάνατος του Γεώργιου Κάνινγκ διαφοροποίησε την αγγλική εξωτερική πολιτική. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γεώργιος Δ’, βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας, είπε σε ομιλία του πως  «στο λιμάνι του Ναβαρίνου έλαβε χώρα μια σύγκρουση τελείως απροσδόκητη, μεταξύ των συμμαχικών Δυνάμεων και του στόλου της οθωμανικής Πύλης. Η Αυτού Μεγαλειότης δεν μπορεί να μη θρηνήσει, που αυτή η σύγκρουση έγινε με τη ναυτική δύναμη ενός προαιώνιου συμμάχου, του σουλτάνου. Εξακολουθεί όμως να τρέφει την ελπίδα πως το ατυχές αυτό γεγονός δε θα συνοδευθεί από άλλες εχθροπραξίες».

Μάλιστα λόγω του Ναβαρίνου «έπεσε» η τότε κυβέρνηση, ο Κόδρινγκτον μερικούς μήνες μετά ανακλήθηκε και «κυνηγήθηκε» για χρόνια, οι ναύτες που υπηρετούσαν στον στόλο του δεν έλαβαν όσα προβλέπονταν για όσους συμμετείχαν σε ναυμαχίες, ενώ και οι οικογένειες των θυμάτων δεν βοηθήθηκαν οικονομικά όπως όριζε το τότε δίκαιο. Η αποκατάστασή τους ήρθε μετά από περίπου 10 χρόνια σκληρών αγώνων από τον Αγγλο αξιωματικό, που το 1839 προήχθη σε Ναύαρχο.

Αντίθετα στη Γαλλία και κυρίως στη Ρωσία η είδηση των όσων συνέβησαν στο Ναβαρίνο προκάλεσε ενθουσιασμό. Στο Παρίσι το φιλελληνικό κίνημα, ο Τύπος και οι πολιτικοί της εποχής θριαμβολογούσαν για τη μεγάλη επιτυχία και στη βουλή υπήρξαν οργισμένοι λόγοι κατά του Λονδίνου και της αλλαγής πλεύσης του. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στην Αγία Πετρούπολη, όπου μεταξύ άλλων ο Τσάρος Νικόλαος Α’ έστειλε επιστολή στον Κόδρινγκτον και του έγραφε ότι πέτυχε «μια νίκη για την οποία όλη η πολιτισμένη Ευρώπη του χρωστούσε διπλή ευγνωμοσύνη».

Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΙΣ 6 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1828 ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ

Πλέον το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω και στις 6 Ιανουαρίου του 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ο Ιωάννης Καποδίστριας. Αυτό που απέμενε πια ήταν να οριοθετηθούν τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους και να αποσαφηνιστεί ο βαθμός της αυτονομίας ή ανεξαρτησίας του. Η στάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέμενε κατά της «Συνθήκης του Λονδίνου» και υπήρχε πολύς διπλωματικός δρόμος να διανυθεί από όλες τις πλευρές.

Ο νέος Κυβερνήτης ξεδίπλωσε το ταλέντο και την ευφυΐα του στη διεθνή πολιτική σκηνή, ξέχωρα από τις μεταρρυθμίσεις που έκανε στο εσωτερικό και την προσπάθειά του να δημιουργήσει κρατικό μηχανισμό από το μηδέν. Παράλληλα ξεκίνησε σειρά επαφών τόσο για τη διεύρυνση των συνόρων που πρότειναν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» που αρχικά περιόριζαν την Ελλάδα στην Πελοπόννησο και τα νησιά, όσο και για την πλήρη απόσχισή της από την Υψηλή Πύλη. 


Η Ρωσία κήρυξε τον Απρίλιο του 1828 τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Στις ενέργειές του συνέβαλε και η επιθετική πολιτική που ακολούθησε η Ρωσία, η οποία τον Απρίλιο του 1828 κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκείνο το διάστημα οι Ελληνες αναζωπύρωσαν την Επανάσταση σε Στερεά Ελλάδα και Κρήτη, ενώ στην Αλεξάνδρεια υπογράφηκε σύμφωνο μεταξύ των «Μεγάλων Δυνάμεων» και των Αιγυπτίων, για τον τρόπο που θα αποχωρήσουν τα στρατεύματά τους από τον Μοριά. 

Σε αυτό το πλαίσιο τον Αύγουστο αποβιβάστηκε στο Πεταλίδι γαλλικό  εκστρατευτικό σώμα και σταδιακά κατέλαβε όλα τα κάστρα και τις πόλεις που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο υπό τον έλεγχο των Οθωμανών (ο Ιμπραήμ έφυγε στις 27 Σεπτεμβρίου). 

Ομως ο χρόνος έφυγε με μία μεγάλη διπλωματική ήττα, καθώς τον Νοέμβριο στο Λονδίνο και παρά τις αντίθετες προτάσεις των Πρεσβευτών τους και άλλων αξιωματούχων, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία συμφώνησαν (ξανά) στην ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους, που θα συμπεριλαμβάνει μόνο την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. 

ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ, Η ΥΨΗΛΗ ΠΗΛΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΕΝΔΟΤΗ

Στις αρχές του 1829 οι αγωνιστές άρχισαν να επικρατούν στη Στερεά, αφού η αποχώρηση των Αιγυπτιακών δυνάμεων σε συνάρτηση με τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο που μαίνονταν, αποδυνάμωσαν τις τουρκικές φρουρές. 

Υπό αυτές τις συνθήκες ένα νέο πρωτόκολλο του Λονδίνου (τον Μάρτιο) διεύρυνε τα σύνορα του υπό σύσταση αυτόνομου κράτους στα όρια Αμβρακικός – Παγασητικός, ενώ έθετε υπό συζήτηση και το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί η Κρήτη και ορισμένα άλλα νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα ο φόρος υποτέλειας στον Σουλτάνο θα ανέρχονταν στα 1.500.000 γρόσια. 

Η Υψηλή Πύλη όμως ήταν εκ νέου ανένδοτη, όπως και στο παρελθόν όποτε της παρουσίασαν ανάλογα πρωτόκολλα ή συνθήκες, κάτι που όμως συνέβη για τελευταία φορά. Πλέον όλοι στο εξωτερικό θα συζητούσαν από εκεί και πέρα για την ανεξαρτησία της Ελλάδος, απόρροια και της αδιάλλακτης στάσης της  Κωνσταντινούπολης. 

ΣΤΙΣ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1829 ΔΙΕΞΗΧΘΗ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 

Στις 12 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους έγινε και η τελευταία πολεμική σύρραξη της Επανάστασης. Οι Τούρκοι θέλοντας να ενισχύσουν τον στρατό τους που πολεμούσε με τη Ρωσία αλλά οπισθοχωρούσε σε όλα τα μέτωπα, διέταξαν όσες μονάδες τους βρίσκονταν στην Αττική να κινηθούν προς την Αδριανούπολη, αλλά  για να συμβεί αυτό έπρεπε να περάσουν από τις ελληνικές γραμμές. Οι περίπου 8.000 άνδρες που συγκεντρώθηκαν ξεκίνησαν την πορεία τους, ωστόσο στην περιοχή Πέτρα (κοντά στην Αλίατρο) τους περίμεναν ο Δημήτριος  Υψηλάντης με 3.000 ένοπλους. 

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ειπωθεί πως τις εβδομάδες που προηγήθηκαν υπήρξαν εντάσεις μεταξύ των Ελλήνων, με αφορμή την καθυστέρηση καταβολής των χρημάτων που έπρεπε να λάβουν οι πολεμιστές και το κλίμα δεν ήταν ιδανικό. 

Στην Πέτρα έγινε η τελευταία μάχη της Επανάστασης και ολοκληρώθηκε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Ασλάν Μπέης που ανέλαβε το εγχείρημα πέρασε ανενόχλητος από τη Λάρισα στην Αττική με σκοπό να οργανώσει το ένοπλο τμήμα και να αναχωρήσει άμεσα για τη Θράκη. 

Οι Ελληνες όμως ανασυγκροτήθηκαν και τον περίμεναν στην προαναφερθείσα τοποθεσία, με σκοπό να ανακόψουν την πορεία του. Οταν τα δύο τμήματα βρέθηκαν αντιμέτωπα και μετά από αψιμαχίες αρκετών ωρών, ο Ασλαν αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να διασπάσει την ελληνική αντίσταση χωρίς να υποστεί βαριές απώλειες και να απολέσει πολύτιμο χρόνο. Για αυτό λοιπόν ζήτησε συνθηκολόγηση, η οποία και υπογράφτηκε την επομένη (13/9) το βράδυ, χωρίς όμως να γνωρίζει πως ο Ρωσσωτουρκικός πόλεμος είχε τελειώσει και δεν χρειάζονταν να μεταβεί στο μέτωπο. 

Η νίκη των ελληνικών όπλων στην Πέτρα ήταν η τελευταία ένοπλη σύγκρουση της Επανάστασης του 1821 και η πρώτη που έληξε με επίσημη συνθηκολόγηση των τουρκικών δυνάμεων, κάτι που αποτέλεσε σημαντικό διπλωματικό «όπλο» στα χέρια του Καποδίστρια. 

Ο Κυβερνήτης τις επόμενες ημέρες κατέδειξε στις ευρωπαϊκές αυλές πως οι Ελληνες ήταν απόλυτοι κυρίαρχοι και της Στερεάς, ενώ οι Τούρκοι τους αντιμετώπιζαν ως ισότιμους και υπέγραφαν μαζί τους τοπικές συνθήκες. Πάντως παράλληλα με την εξωτερική πολιτική είχε να αντιμετωπίσει τον «εσωτερικό πόλεμο» που του γίνονταν, καθώς η προ του ερχομού του ελίτ αρνούνταν να ενταχθεί σε νόμους και περιορισμούς, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. 

ΣΤΙΣ 3 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1830 Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΓΙΝΕ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Ετσι μπήκαμε στο 1830 και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» βρέθηκαν ξανά στο Λονδίνο για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τι μέλλει γενέσθαι με την Ελλάδα. Ομως τα δεδομένα είχαν διαφοροποιηθεί από την τελευταία τους συνάντηση, τον Μάρτιο του 1829. 

Ξέχωρα από τις στρατιωτικές επιτυχίες των αγωνιστών, η Ρωσία προέρχονταν από τον νικηφόρο πόλεμό της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έδειχνε σε θέση να λάβει από μόνη της όποια απόφαση επιθυμούσε γύρω από το ελληνικό ζήτημα. Μάλιστα στη «Συνθήκη της Ανδριανούπολης» μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών (Σεπτέμβριος του 1829) είχε επιβάλλει τους όρους της και μεταξύ άλλων εκτός από το ελληνικό ζήτημα, στην ατζέντα τους κυριαρχούσε και εκείνο της Σερβίας.

Ετσι η Αγία Πετρούπολη προέβαλλε ως η εγγυήτρια δύναμη όλων των Χριστιανών και η Αγγλία φοβόταν μήπως παραμεριστούν τα συμφέροντά της στην περιοχή. Με γνώμονα τα παραπάνω και σε συνάρτηση την αδιαλλαξία της Πύλης που εξακολουθούσε να μην αποδέχεται τη γραμμή  Αμβρακικός – Παγασητικός ως σύνορα του υπό δημιουργία αυτόνομου κράτους, συμφώνησε αρχικά με τη Γαλλία στη δημιουργία μίας ανεξάρτητης Ελλάδας και ύστερα από κοινού παρουσίασαν το σχέδιο στη Ρωσία. 

Τα σύνορα όμως του υπό διαμόρφωση ελεύθερου κράτους ήταν νοτιότερα σε σχέση με εκείνα του αυτόνομου που είχε πρόσφατα προταθεί και πιο συγκεκριμένα στη γραμμή Αχελώος-Σπερχειός, κάτι που συνέβη για δύο λόγους. Ο πρώτος και επίσημος έγκεινται πως μόνο έτσι θα κατευνάζονταν η οργή του Σουλτάνου, ότι δηλαδή μειώθηκε η έκταση της Ελλάδος και για αυτό αντί για αυτονομία της παραχωρήθηκε ανεξαρτησία. Την ίδια στιγμή όμως το Λονδίνο «μείωνε» τη γεωγραφική επαφή των Επτανήσων που έλεγχε με τη μητροπολιτική χώρα και φυσικά, μην το λησμονούμε, έφερνε την Αγία Πετρούπολη προ τετελεσμένου γεγονότος, καθώς δεν θα μπορούσε να καρπωθεί οποιαδήποτε σχετική πρωτοβουλία. 

Το σχέδιο έγινε αποδεκτό και στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της.   Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου όριζε ρητώς πως «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν». 


Ο Οθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 25 Νοεμβρίου του 1833

Η ελληνική Επανάσταση του 1821 στέφθηκε με επιτυχία και άρχισε να γράφεται η σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Ως πρώτο της πολίτευμα ορίστηκε η κληρονομική μοναρχία και το στέμμα προσφέρθηκε στον  Λεοπόλδο της Σαξονίας, ο οποίος όμως αρνήθηκε. Στη συνέχεια οι Μεγάλες Δυνάμεις στράφηκαν, ύστερα από έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, στον ανήλικο Οθων της Βαυαρίας, που στις 25 Νοεμβρίου του 1833 έφτασε στο Ναύπλιο.

Μερικούς μήνες πριν με το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου» που συντάχθηκε τον Μάιο του 1832 και χάρις στις προσπάθειες του Καποδίστρια, τα σύνορα  επανήλθαν στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβε ως αποζημίωση 40 εκατομμύρια γρόσια. Με τον «Τελικό Διακανονισμό της Κωνσταντινούπολης» ή «Κάλενταρ Κιόσκ» της 21ης Ιουλίου του 1832, ο Σουλτάνος αποδέχθηκε τα τετελεσμένα και το πρώτο ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ εκτείνονταν σε λίγο περισσότερα από 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αριθμούσε περίπου 800.000 κατοίκους.

Η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία εξέδωσαν τότε μία διακήρυξη όπου και ανακοίνωσαν την «αποπεράτωση του ελληνικού ζητήματος».

Ενδιάμεσα, δυστυχώς, η εγχώρια κατάσταση  χαρακτηρίστηκε από ταραχές, νέες εμφύλιες διαμάχες (στην ιστορία έχει μείνει η καταστροφή του στόλου από τον Μιαούλη) και φυσικά τη δολοφονία του Καποδίστρια τον Οκτώβριο του 1831. 

Ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να υπολογιστεί ο ακριβής φόρος αίματος που κατέβαλαν οι πρόγονοί μας ώστε να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Ομως μαζί με τους αμάχους που έχασαν τη ζωή τους ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι το νούμερο, όσο φρικτό και αν ακούγεται ως απλός υπολογισμός, ανέρχεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές.

Οι Ελληνες ξεκίνησαν έναν αγώνα ενωμένοι, όμως στην πορεία τυφλώθηκαν από έριδες και παραλίγο να οδηγηθούν στον αφανισμό. Κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων δολοφονήθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, κάτι ανάλογο ίσως συνέβη και με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, φυλακίστηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (όπως και επί Οθωνα) και σκοτώθηκε ο γιος του, ενώ η Μπουμπουλίνα έπεσε από βόλι Σπετσιώτη.

Μετά την απελευθέρωση ήρωες όπως η Μαντώ Μαυρογένους και ο Νικηταράς βρέθηκαν να ζουν πάμπτωχοι και περιφρονημένοι, ο Δημήτρης Πλαπούτας οδηγήθηκε μαζί με τον Γέρο σιδηροδέσμιος σε δίκη-παρωδία, ενώ και δεκάδες άλλοι αγωνιστές πέρασαν στο περιθώριο και έφυγαν ξεχασμένοι, παρά την προσφορά και τις θυσίες τους. 

Το «μικρόβιο» του αλληλοσπαραγμού και της αγνωμοσύνης διέβαλε και πάλι τους Ελληνες, όμως στάθηκαν όρθιοι χάρις στο ηθικό ανάστημα και τον ηρωισμό ορισμένων που κατέδειξαν πως σε τούτα τα βράχια έννοιες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία θα μένουν για πάντα «ζωντανές».

Ας παραδειγματιστούμε από τα ιδανικά των απλών αγωνιστών που έδωσαν το αίμα τους για την ανεξαρτησία της χώρας μας, ας μάθουμε (επιτέλους) από τα λάθη μας, ας κατανοήσουμε πως ενωμένοι μπορούμε να πετύχουμε πολλά και ας μην επιτρέπουμε ξανά να μας σκεπάσει κάθε είδους σκλαβιά ή υποταγή.  

Χρόνια πολλά Ελλάδα. 

Πηγή : gazzetta.gr

Αφήστε μια απάντηση