«Η Επίδαυρος είναι αποθέωση, όχι μικροαστικό δράμα»

theidiris terzopoulos

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, που ξεκινά την περιοδεία της «Ορέστειας» του Αισχύλου από τον Βύρωνα, μιλάει για την πορεία του, τις σειρήνες που «λαλούσαν δίπλα μου κι εγώ έκλεινα τα αφτιά μου», την ανάγκη «να ξαναβρούμε τις πηγές», τα σχέδια που κάνει

Τα σαράντα χρόνια του Αττις βρίσκουν τον Θεόδωρο Τερζόπουλο με το ίδιο πάθος για το θέατρο, αλλά με μια εντονότερη αγωνία για αυτά που βλέπει γύρω του, στη σκηνή και τη ζωή. Ο σκηνοθέτης από τον Μακρύγιαλο Πιερίας που θέλησε να κατακτήσει τον κόσμο και το κατάφερε, επιστρέφει με την αισχύλεια τριλογία, μετά την περσινή επιτυχία. Πρώτος σταθμός το αφιέρωμα του Δήμου Βύρωνα. «Ευχαριστώ τη φίλη μου Τασία Σαρίδου (σ.σ.: καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ) για όλο αυτό. Περιλαμβάνει μια μοναδική έκθεση για την «Ορέστεια» με φωτογραφικό υλικό από τη Γιοχάνα Βέμπερ στον υπαίθριο χώρο, σημαντικούς ομιλητές και μια έκδοση» τονίζει. Η παράσταση, που περιοδεύει και εκτός Ελλάδας (Ουγγαρία, Κίνα, Αυστρία), θα κλείσει από εκεί που ξεκίνησε, την Επίδαυρο. Αλλο ένα ταξίδι ξεκινά για τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, και μαζί η κουβέντα μας.

Ταξίδια λοιπόν…

«Σε όλον τον κόσμο – κρατάω ανεξίτηλες στιγμές. Εχω πάει 15 φορές στην Ταϊβάν, έχω σκηνοθετήσει τρία έργα στην Κίνα, έχω κάνει περιοδείες με την Ομάδα Αττις στη Νότιο Αμερική. Πρέπει να ‘ναι 18 οι χώρες που έχω δουλέψει, πολλές οι ξένες γλώσσες – κορεατική, κινεζική, ταϊβανέζικη, ιαπωνική, ρωσική, ιταλική, τουρκική, ισπανική… Το μεγαλύτερο βιογραφικό, 55 σελίδες, το έχω στη Ρωσία…».

Είχατε προβλέψει αυτή την πορεία;

«Τίποτα δεν προέβλεψα. Οι «Βάκχες» μού άνοιξαν πολλούς ορίζοντες, καλλιτεχνικούς αλλά και υπαρξιακούς, οικονομικούς. Από εκεί ήρθε η πρώτη, γενναία στήριξη το 1986. Στη Μέριδα, στο Ρωμαϊκό Θέατρο, ήταν η πρώτη παράσταση εκτός Ελλάδας. Εκεί μας συνέβη κάτι που συμβαίνει μόνο σε ροκ μπάντες… Οι θεατές δεν έφευγαν, μείναμε όλη νύχτα. Την επομένη η «El Pais» είχε πρωτοσέλιδο άρθρο για «ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός». Είχα εκπλαγεί. Μια ατζέντισσα μας πρότεινε περιοδεία σε όλη την Ισπανία. Ηταν Αύγουστος, τα Φεστιβάλ είχαν κλείσει – άνοιξαν για εμάς. Ημασταν σε ένα mini-bus, η πρώτη ομάδα, Σοφία Μιχοπούλου, Καλλιόπη Ταχτσόγλου, Γιώργος Συμεωνίδης, Δημήτρης Σιακάρας. Οδηγούσε ο Ακης Σακελλαρίου. Στο αποχαιρετιστήριο πάρτι, η ατζέντισσα, η Ολίβια Κουέστα, αυτή η σπουδαία γυναίκα, μας έφερε τα λεφτά σε μια σακούλα… Εγώ δεν είχα καμία σχέση με λεφτά. Ούτε τα μέτρησα. Με αυτή τη σακούλα με τις πεσέτες περιφερόμουν στα αεροδρόμια, σαν να ‘χα πάρει γαύρο απ’ τη λαϊκή! Οταν τα πήγα στην τράπεζα, μετρούσαν, μετρούσαν και δεν τελείωνε, απίστευτο ποσό. Με τις «Βάκχες» συνεχίσαμε περιοδεία για πέντε χρόνια, ήταν η χρυσή αγελάδα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στους Δελφούς, προκάλεσε απίθανες αντιδράσεις, πολύ καλές αλλά και επιθετικές. Οι φιλόλογοι ήταν εναντίον μου γιατί ανέτρεψα το κλίμα».

Περιμένατε την επιτυχία της «Ορέστειας»;

«Οχι, αλλά το διαισθανόμουν. Είναι η πιο δύσκολη τραγωδία που έχω κάνει. Είχα και θέματα υγείας, οπότε στις πρόβες είχα ευαισθητοποιηθεί. Σε συνεννόηση με τους ηθοποιούς μου, δεν τους δούλεψα πολύ. Είπα να βοηθήσουμε τα νέα παιδιά μιας και το υλικό που με ενδιαφέρει πραγματικά είναι οι νέοι. Ηθελα να επιστρέψει ο Χορός στην τραγωδία. Αυτό ήταν το σύνθημα. Αρχισα τις πρόβες ανάποδα, από τις «Ευμενίδες», όχι από τον «Αγαμέμνονα». Οταν τις ολοκλήρωσα, δυόμισι μήνες μετά, ησύχασα – ακολούθησαν «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι». Ελεγα «παιδιά, πρέπει να συγκινηθεί το κοινό». Αυτό ήταν το μότο, να μη βάλουμε το κοινό σε διαδικασίες διανοητικές. Να αυτοσυγκεντρωθεί, να συγκινηθεί και μέσα από τη συγκίνηση να αντιληφθεί πολλά. Με ενδιέφερε η αποκατάσταση του ανθρώπινου σώματος, του ηθοποιού στην άδεια Επίδαυρο. Δεν χρησιμοποίησα μικρόφωνα – η τεχνολογία εμποδίζει τη συγκίνηση».

Τα χαρακτηριστικά της επιτυχίας είναι κοινά;

«Εκανα μία ακόμα επιτυχία, ναι, αλλά δεν θα βάλω και το καπέλο μου να αποχαιρετήσω το θέατρο γιατί κορυφώθηκε η δουλειά μου. Η δουλειά μου πάντα φτάνει μέχρις ενός σημείου και μου αφήνει κάτι το ανικανοποίητο, το ίδιο κι εδώ. Οι παραστάσεις μου με απασχολούν – κάποιες τις ξεπερνάω. Λίγες είναι οι στιγμές που μου έχουν μείνει, μια κόκκινη γραμμή με κρίκους που ενώνουν τη δουλειά μου από φάση σε φάση. Αλλά το ανικανοποίητο πάντα μένει. Αυτό είναι ίσως και το όχημα, η αιτία που δεν σταματάω ποτέ – πάντα ψάχνω. Υπάρχει η αναζήτηση, η αγωνία, η περιέργεια για το μετά. Πέφτουμε, σηκωνόμαστε και συνεχίζουμε. Για μένα πάντα υπάρχει η πτώση, κι έτσι σιγά-σιγά μπαίνει η μεγάλη διάσταση. Εγώ ποτέ δεν αισθάνθηκα τη μεγάλη απογείωση».

Ούτε τώρα;

«Ούτε. Χάρηκα για τα νέα παιδιά, για την επιτυχία των ηθοποιών, για το πώς συντονίστηκε ο θεατής με τους ηθοποιούς. Από εκεί και πέρα…».

Δεν υπάρχει έστω αυτό το κρυμμένο εγώ μέσα σας;

«Υπάρχει, σαφώς. Αλλά, ευτυχώς, το προσωπικό εγώ μου δεν ήταν τραυματισμένο – άλλα αιμορραγούσαν στις μνήμες μου».

Αμφισβητήσατε τον δρόμο σας;

«Σχεδόν συνέχεια – και τώρα ακόμα. Ξέρεις πόσες φορές αναρωτιέμαι τι έκανα. Κι αυτό μπερδεύεται και με τη ζωή. Τι έκανα στη ζωή μου, τι θυσίασα. Πάρα πολλά. Λέω μπας και το έργο μου είναι τα ταξίδια. Σκέφτομαι την επόμενη πενταετία. «Εντα Γκάμπλερ» το ’26 στο Εθνικό της Βουδαπέστης. «Μάνα Κουράγιο» στο Πίκολο Τεάτρο το ’27, «Τρωάδες» στις Συρακούσες το ’28… Μάλλον τρελός είμαι. Αλλά αυτό με ωθεί, δίνει περιεχόμενο στη ζωή μου. Υποχρεώσεις, δεσμεύσεις, με κάνουν να νιώθω ζωντανή την ευθύνη μου απέναντι στον κόσμο, στην ομάδα μου».

Με το Αττις τι ετοιμάζετε;

«Πρέπει να κάνω απαραίτητα έναν Σαίξπηρ και θα τον κάνω αλλά προηγούνται ο Τάσος (σ.σ.: Δήμας) και η Σοφία (σ.σ.: Χιλλ). Θα κάνουν, ξεχωριστά, από έναν μονόλογο. Τους το χρωστάω. Πριν σκεφτώ το έργο, σκέφτομαι τους ηθοποιούς, κι έξω από την ομάδα. Εχω ανακαλύψει την Αγορίτσα Οικονόμου – εξαιρετική. Θα ξανάρθουν και ορισμένοι, όπως ο Μελέτης Ηλίας. Θέλω να κάνω ένα αφιέρωμα σε όλους, να δοθώ απόλυτα, για μια αναβάπτιση του ηθοποιού και της τέχνης».

Ενα νέο θέατρο ίσως;

«Δεν νομίζω ότι κάνω ένα νέο θέατρο. Κάνω ένα θέατρο στο οποίο είμαι συνεπής εδώ και χρόνια. Δεν έχω ξεφύγει. Συχνά οι σειρήνες λαλούσαν δίπλα μου κι εγώ έκλεινα τα αφτιά μου. Το Αττις παραμένει ο πυρήνας μου. Και στην «Ορέστεια» το Αττις είναι ουσιαστικά, μαζί με αυτή τη δυνατότητα που μου έδωσε ο Γιάννης Μόσχος στο Εθνικό».

Αυτοπειθαρχία είχατε πάντα;

«Πάντα. Από παιδί. Στοχοπροσηλωμένος. Κοιμόμουν, άνοιγα τα μάτια μου και έβλεπα τον ορίζοντα και στο βάθος τον Ολυμπο και αναρωτιόμουν τι είναι πίσω του. Κι αυτό το τήρησα και θα το τηρήσω μέχρι να πεθάνω».

Το Αττις παραμένει ιδιωτικό…

«Ναι, και το πιστεύω πολύ. Πήρα ελάχιστο δημόσιο χρήμα, στην κρίση. Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης, αν θέλει πραγματικά να υποστηρίξει τη γλώσσα του, να βρει το σκηνικό του ιδίωμα, να το αναπτύξει και να το κάνει διεθνές, πρέπει να απομακρυνθεί από τα ιδρύματα και τα ινστιτούτα. Για πρώτη φορά έκανα δουλειά στο Εθνικό σε αυτή την ηλικία. Ο Γιάννης Μόσχος το είδε με αγάπη και ενδιαφέρον όπως και η Ειρήνη Μουντράκη. Μου είπαν «κάνε εν λευκώ ό,τι νομίζεις». Κι εγώ, αυτό το συμπεριληπτικό πράγμα μιας ζωής ολόκληρης, το έδωσα στην «Ορέστεια». Δεν δέχθηκα ποτέ θέση – Εθνικό, Φεστιβάλ, ούτε να είμαι στην Ακαδημία. Με κάλεσαν – είπα όχι. Πήγε ο Λιβαθινός και καλά έκανε. Δεν δέχθηκα ό,τι με αποπροσανατόλιζε».

Χωρίς εξαιρέσεις;

«Μόνο κάποια στιγμή, πριν 7-10 χρόνια, συζητούσα με έναν υπουργό Πολιτισμού για την αυτονόμηση του Φεστιβάλ Επιδαύρου από το Αθηνών. Με ενδιέφερε να γίνει ένας ξεχωριστός φορέας και να το διασυνδέσω με πολλά, όπως η Ακαδημία Τεχνών, που απέτυχε. Αυτά τα δύο θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα λιθαράκι».

Αλλά δεν υλοποιήθηκαν…

«Περνάμε πια στα μικρομάγαζα. Η Ελλάδα είναι το μεγάλο χωριό, γεμάτη ψιλικατζίδικα. Δεν βλέπεις τι γίνεται και με τα κόμματα – το ένα ψιλικατζίδικο διαλύεται, ένα άλλο γεννιέται. Πάμε απ’ τα μασουράκια στις βελόνες, απ’ τις βελόνες στους κορσέδες, χωρίς τελειωμό. Κάθε Ελληνας πιστεύει ότι είναι πρόεδρος και μοναδικός. Ολο αυτό βρίσκεται σε έξαρση. Εχει περάσει στην παρωδία – χωρίς τέλος».

Πώς συνδέεται σήμερα η κοινωνία με το θέατρο;

«Η Κέιτ Μίτσελ και άλλοι χρησιμοποιούν λιγότερους προβολείς ή δεν κάνουν πολλά ταξίδια για να μην επιβαρύνουν το περιβάλλον – εξαιρετική οικολογική κίνηση. Αλλά για το θέατρο, πρέπει να το δουν αλλιώς. Να στραφούν στα Χορικά των τραγωδιών που υμνούν τη φύση, στους μύθους, στο έπος του Γκιλγκαμές, στην Ομήρου Οδύσσεια και Ιλιάδα. Πρέπει να ξαναβρούμε τις πηγές, να ξαναδούμε όσα καταργήσαμε στο θέατρο κι έγινε εγώ, εσύ, η κουνιάδα, ο δήμαρχος, σόπινγκ αντ φάκινγκ – μικρές ιστορίες, μικροαστικό θέατρο. Πρέπει να μιλήσουμε σε εθνική κλίμακα. Αλλά