Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στα ΝΕΑ, στο αφιέρωμα στην Επίδαυρο.

arthro venizelou ta nea epidavros


Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στο περιοδικό «Ιστορίες» της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, στο τεύχος αφιερωμένο στην Επίδαυρο

Η επινόηση της Ιστορίας:

Η Επίδαυρος ως συνειρμός μεταξύ  θέατρου  και συντάγματος.

Η επιλογή της Πιάδας (σημερινής Νέας Επιδαύρου) ως τόπου διεξαγωγής της Α΄ Εθνοσυνέλευσης τον Δεκέμβριο του 1821 υπαγορεύθηκε από μια σύνθετη συστοιχία πολιτικών, γεωγραφικών, στρατιωτικών και συμβολικών λόγων. Άλλωστε η επιλογή του Άργους ήταν πάντα διαθέσιμη. Η Πιάδα βρισκόταν σε σχετικά απομονωμένη αλλά προσβάσιμη περιοχή της ανατολικής Πελοποννήσου, με φυσική προστασία, κοντά στη θάλασσα, που προσέφερε δυνατότητα διαφυγής σε περίπτωση ανάγκης (λόγω εγγύτητας με νησιά όπως η Ύδρα). Ήταν εκτός της άμεσης εμβέλειας των οθωμανικών στρατευμάτων, σε μια στιγμή που η κατάσταση στον βορρά και στην κεντρική Στερεά παρέμενε επισφαλής (Καρπενήσι, Αλαμάνα, Θήβα).

Η Πιάδα δεν ανήκε σε κάποιο από τα ισχυρά επαναστατικά κέντρα με έντονες τοπικές  επιρροές (όπως το Άργος, η Καλαμάτα ή η Τρίπολη). Αυτή η ουδετερότητα ευνοούσε τον συμβιβασμό μεταξύ διαφορετικών παρατάξεων: προεστών, στρατιωτικών, φαναριωτών και νησιωτών. Η Πιάδα ήταν παρ’ όλα αυτά φιλική  για τους νησιώτες, οι οποίοι έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στον ανεφοδιασμό και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στην Εθνοσυνέλευση. Ήταν συνεπώς αποδεκτή  από  τα ισχυρά νησιωτικά συμφέροντα, αλλά και επαρκώς ηπειρωτική ώστε να μην προκαλεί αντιδράσεις από τους Πελοποννήσιους.

Ο πρόεδρος της Α ´ Εθνοσυνέλευσης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, βασικός συντελεστής της  και αρχιτέκτονας του Συντάγματος του 1822, είχε όλες τις προϋποθέσεις που του επέτρεπαν να αντιληφθεί το συμβολικό βάρος του τόπου και πολύ περισσότερο του ονόματος της Επιδαύρου. Αν και η Πιάδα δεν ήταν η ίδια η αρχαία Επίδαυρος, η ονομαστική και γεωγραφική συνάφεια προσέδιδε πολιτισμικό βάθος και προσέφερε νομιμοποιητικά  επιχειρήματα. Χωρίς προφανώς να υποτιμηθούν τα πρακτικά πλεονεκτήματα της περιοχής στην οποία ήταν δυνατή η  φιλοξενία των αντιπροσώπων, είτε σε κατοικίες είτε σε προσωρινά καταλύματα. Μέσα στον πρώτο χειμώνα της Επανάστασης, με τις μετακινήσεις να είναι δύσκολες και επισφαλείς, οι επιλογές ήταν περιορισμένες. Η Πιάδα συνδύαζε ασφάλεια και λειτουργικότητα.

Η σύνδεση της ιδρυτικής Εθνοσυνέλευσης ως πολιτειακής σκηνής, με το αρχαίο θέατρο και άρα το αρχαίο δράμα είναι προφανώς μια εκ των υστέρων πρόσληψη, το λιγότερο ένας συνειρμός που συνδέει την Εθνοσυνέλευση, τη Διακήρυξη και το Σύνταγμα της Επιδαύρου, με τον συνώνυμο αρχαιολογικό τόπο, το αρχαίο θέατρο και το Ασκληπιείο.

Το 1821, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Επιδαύρου – και ειδικότερα το Ασκληπιείο και το αρχαίο θέατρο – βρισκόταν σε κατάσταση εγκατάλειψης και μερικής επιχωμάτωσης, ελάχιστα αν όχι καθόλου επισκέψιμος, και  φυσικά χωρίς οργανωμένη αρχαιολογική προστασία. Το θέατρο δεν ήταν ορατό σε όλη του την κλίμακα· μεγάλο μέρος του κοίλου ήταν καλυμμένο από φερτές ύλες, χώματα και βλάστηση, αποτέλεσμα αιώνων φυσικής διάβρωσης και εγκατάλειψης. Το σκηνικό οικοδόμημα και η ορχήστρα είχαν μερικώς καταρρεύσει ή δεν διακρίνονταν καθαρά. Ο ιερός χώρος του Ασκληπιείου ήταν ελάχιστα αναγνωρίσιμος ως προς την αρχαία του διάταξη. Τα περισσότερα οικοδομήματα –το Άβατον, ο Θόλος, ο Ναός του Ασκληπιού– ήταν θαμμένα ή διαλυμένα, ενώ η χρήση της περιοχής ως αγροτικού πεδίου είχε αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του. Στον 18ο αιώνα, περιηγητές όπως ο Jacob Spon και ο George Wheler ή αργότερα ο Edward Dodwell και ο François Pouqueville σημείωναν την ύπαρξη ερειπίων αλλά χωρίς ακρίβεια ως προς την ταύτισή τους με το Ασκληπιείο.

Η περιοχή της αρχαίας Επιδαύρου δεν αποτελούσε συνεπώς ούτε αρχαιολογικό σημείο ενδιαφέροντος ούτε τόπο πολιτισμικής μνήμης εν λειτουργία για τους τοπικούς πληθυσμούς. Ήταν γνωστή στους περιηγητές αλλά αγνοημένη από τις ελληνικές κοινότητες της ευρύτερης περιοχής. Η έννοια της διατήρησης και αποκατάστασης αρχαίων μνημείων άρχισε να εδραιώνεται στην Ελλάδα μετά τη συγκρότηση του ανεξάρτητου κράτους, και ειδικότερα από τη δεκαετία του 1830 και εξής, με την ίδρυση του Αρχαιολογικού Τμήματος και την προστασία των μνημείων από τον Όθωνα.

Η ιστορική ειρωνεία είναι πρόδηλη: την ώρα που οι Έλληνες διακηρύσσουν «την πολιτικήν αυτών ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν» και συγκροτούν το νέο και πρωτόλειο κράτος τους στην Πιάδα, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα το αρχαίο θέατρο που λειτουργούσε ως τόπος πολιτικής και πολιτισμικής αυτογνωσίας κοιμάται θαμμένο κάτω από τη σκόνη των αιώνων. Η αλληλουχία  είναι αντεστραμμένη: πρώτα η Εθνοσυνέλευση, μετά η ανακάλυψη των θεμελίων της αρχαιότητας.

Αν λοιπόν και η Εθνική Συνέλευση έλαβε χώρα στην Πιάδα, όλα τα επίσημα έγγραφα φέρουν ως τόπο σύνταξης «Εν Επιδαύρω τῇ Παλαιᾷ». Αυτό υποδηλώνει προτίμηση στον εμβληματικό και αρχαιοκλασικό τοπωνυμικό συνειρμό, έναντι της οικείας τοπικής ονομασίας. Η χρήση του ονόματος «Επίδαυρος» προσέφερε πολιτισμική αίγλη και ιστορικό βάθος, χρήσιμα στοιχεία για τη νομιμοποίηση του νέου κράτους στα μάτια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Άλλωστε αν  και το ίδιο το θέατρο δεν ήταν τότε, όπως σημειώθηκε, ορατό ή λειτουργικό,  η  παράδοση περί αρχαίας Επιδαύρου ως «ενδόξου τόπου» πιθανότατα  επιβίωνε  στους ευρωπαίους  λογίους.

Θα μπορούσαμε βεβαίως σήμερα να προσεγγίσουμε την ιδρυτική Εθνοσυνέλευση, τις συζητήσεις για το Σύνταγμα και τις τελετουργικές της πράξεις, κυρίως τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, με όρους θεατρικούς, ευρύτερα αναπαραστατικούς. Η λογική της «σκηνοθεσίας» του ιστορικού γεγονότος θα μπορούσε άλλωστε να θεμελιώσει την  αναπαράστασή του  με θεατρικές ή οπερετικές συμβάσεις. Κάτι που έχει γίνει κατ´επανάληψη για τις  μεγάλες συμβολικές στιγμές και τα εμβληματικά πρόσωπα της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης. Η  Α΄ Εθνοσυνέλευση του 1821–1822 στην Πιάδα συνιστά όχι μόνο μια πολιτειακή στιγμή, αλλά και μια «σκηνοθετημένη» ανάδυση του έθνους. Ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται, συνέρχεται, συντάσσει και ανακοινώνει την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και  το Σύνταγμα της Επιδαύρου φέρει τα χαρακτηριστικά μιας πράξης εθνικής πολιτικής θεολογίας.

Το σπαργανώδες πάντως νέο ελληνικό κράτος εντοπίζει τη σημασία της Πιάδας ως πρώτου τόπου άσκησης της εθνικής  συντακτικής  εξουσίας   ήδη από τον Μάιο 1822, όταν το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει με έγγραφό του ότι ψηφίστηκε νόμος που προβλέπει ότι: «Εἰς τὸ ἑξῆς πᾶσα ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια θέλει γνωρίζει τὸ μὲν χωρίον τῆς Πεδιάδος ὑπὸ τὸν τίτλον πόλις καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομα Νέα Ἐπίδαυρος, τοὺς δὲ κατοίκους αὐτοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα πολῖται Ἐπιδαύριοι». 

Η Ιστορία δεν είναι ποτέ απλώς μια αλληλουχία γεγονότων. Ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία θυμάται, ερμηνεύει και συνδέει τα γεγονότα αυτά, συγκροτεί μια μορφή ιστορικής αφήγησης που ξεπερνά τη στενή έννοια της καταγραφής. Πρόκειται για μια επιλογή σημείων αναφοράς, μια κατασκευή νοήματος που τοποθετείται  μέσα στον χρόνο.

Η περίπτωση της Επιδαύρου είναι συνεπώς χαρακτηριστική. Η Α΄ Εθνοσυνέλευση δεν έγινε στο αρχαίο θέατρο ούτε είχε σχέση με το Ασκληπιείο. Και όμως, το τοπωνύμιο «Επίδαυρος» επελέγη, όπως είδαμε, συνειδητά στα επίσημα έγγραφα της Επανάστασης αντί της τοπικής ονομασίας «Πιάδα». Η επιλογή αυτή δείχνει ότι ήδη από την απαρχή του νέου ελληνικού κράτους επιχειρείται η σύνδεση με την αρχαιότητα. Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας μπορεί κάποτε  να προκαλεί ιστορικά γεγονότα.

Μέσα από τέτοιες επιλογές συγκροτείται σταδιακά μια εθνική μυθολογία: η Επίδαυρος γίνεται σύμβολο της πολιτισμικής συνέχειας· η ψήφιση του πρώτου Συντάγματος δίπλα στον τόπο του αρχαίου δράματος εκλαμβάνεται ως πράξη που ενώνει το παρελθόν με το παρόν. Η σύνδεση δεν είναι  ιστορικά ακριβής, αλλά λειτουργεί ως τρόπος εννοιολόγησης της εθνικής ταυτότητας. Το έθνος χρειάζεται τόπους που να συγκρατούν μνήμη, ακόμα και αν αυτή  είναι προϊόν επιλογής και επεξεργασίας.

Πολύ συχνά, η Ιστορία μετατρέπεται εν μέρει τουλάχιστον σε επινοημένη αφήγηση με λειτουργία ενοποιητική. Οι συνειρμοί που συνδέουν την Επίδαυρο της αρχαιότητας με την Επίδαυρο της Επανάστασης, το Θέατρο με το Σύνταγμα, δεν καταργούν την ιστορική απόσταση, αλλά τη γεφυρώνουν μέσω μιας αναδρομικής πολιτειακής και πολιτισμικής προσδοκίας: ότι το νεότερο ελληνικό κράτος μπορεί να έχει ιδρυθεί όχι μόνο με όπλα, Συντάγματα, δάνεια και εντέλει μέσω των διεθνών συσχετισμών, αλλά και με νόημα αντλημένο από το βάθος της Ιστορίας.