Ο ελαιώνας του Λυγουριού και η εξέλιξη του από τον 14ον στον 19ον αιώνα.

To_mazema_tis_elias_2

Γράφει ο Αντώνης Ξυπολιάς:

Τεκμήρια του 14ου αιώνα δείχνουν ότι, στα χρόνια της φεουδαρχίας, οι ακτήμονες κάτοικοι του Λυγουριού καλλιεργούσαν με ξύλινο αλέτρι τα χωράφια του  γαιοκτήμονα και απέδιδαν μέρος της συνολικής παραγωγής,το λεγόμενο γεώμορο.       

Το φθινόπωρο του 1365, ο διοικητής του κάστρου του Παλαιού Λυγουριού Michali Pandea, και ο Theodoro διαχειριστής του ηγεμόνα της Καστελλανίας της Κορίνθου, κατέγραφαν σε ειδικά κατάστιχα το γεώμορο συνολικού του χωριού σε μόδι (μοναδα μέτρησης σιτηρών και ελιών) και την αντίστοιχη αξία τους σε υπέρπυρα. Από τα κατάστιχα προκύπτει ότι το κρασί αποτελούσε το προϊόν με τη μεγαλύτερη αξία, ενώ κυριότερη ήταν η παραγωγή δημητριακών. Για τις ελιές, το γεώμορο συνολικά στο χωριό ανερχόταν σε 2 και ¼ μόδι (περίπου 1.155 κιλά),ενώ συγκριτικά για τα χαρούπια έφτανε τα 2.825 κιλά.                                                          

Στα κατάστιχα  δεν αναφέρεται φορολογία λαδιού στο Λυγουριό ,ενώ στην Καλαμάτα που επίσης ανήκε στον ίδιο ηγεμόνα,προκύπτει φόρος χρήσης των πέτρινων ελαιοσπαστήρων ,τα ελαιοτριβεία της εποχής.Τέτοιοι ελαιοσπαστήρες [ρωμαϊκοί ταρπητές] εντοπίζονται και σε πολλές θέσεις  στην αγροτική έκταση του Λυγουριού , γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι συνθήκες ανασφάλειας που επικράτησαν κατά τους 12ο και 13ο αιώνες φαίνεται πως οδήγησαν τον τοπικό, διασκορπισμένο πληθυσμό να εγκαταλείψει την ύπαιθρο και να συγκεντρωθεί κοντά και κάτω από το κάστρο, στην οχυρή θέση στους πρόποδες του Αραχναίου όρους.                                                                                                                                                        

Κατά τα πρώτα χρόνια της Α΄ Τουρκοκρατίας, ο Οθωμανός κατακτητής κατέστρεψε την οχυρή θέση της περιοχής και υποχρέωσε τον τοπικό πληθυσμό να μετακινηθεί κοντά στις πιο παραγωγικές εκτάσεις, όπου σταδιακά διαμορφώθηκε ο σημερινός οικισμός.                                               

Την περίοδο του σουλτάνου Σελήμ Α΄ , τα οθωμανικά φορολογικά τεφτέρια δεν καταγράφουν καμία φορολογία σε ελιές ή σε λάδι.Πενήντα χρόνια αργότερα, μεταξύ 1566 και 1573, εμφανίζεται για πρώτη φορά φορολογία,στην παραγωγή λαδιού[και όχι του καρπού της ελιάς].                                

Ο  φόρος στο  λάδι συνολικά στο Λυγουριό  ανερχόταν μόλις σε 10 λίτρες (3,2 κιλά),αξίας 50 άσπρων, όταν  η συνολική φορολογική απόδοση του χωριού έφτανε τα 9.900 άσπρα.                                         

Κατά τα χρόνια της Β΄ Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1686–1715), οι Βενετοί κατακτητές κατέβαλαν προσπάθειες να αυξήσουν την παραγωγικότητα της ελιάς και να ενισχύσουν το εμπόριο του λαδιού. Παρά τις προσπάθειες αυτές, στο Λυγουριό , το 1705 καταγράφονται μόλις 62 ελαιόδεντρα και το 1716, με την έναρξη της Β΄ Τουρκοκρατίας, φορολογήθηκε το εισόδημα από την ελιά (και όχι από το λάδι). Σύμφωνα με τα φορολογικά στοιχεία, η δεκάτη στο Λυγουριό  έφτανε συνολικά τα 60 άσπρα, στο Αδάμι 80 άσπρα,στην Πιάδα (την Νέα Επίδαυρο) ανέρχονταν στα 4.600 άσπρα (ακτσέδες),ενώ στον συνοικισμό Μπουλμέτι ήταν μηδενική.                                                                                     

Τον 18ο αιώνα, το λάδι αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα εξαγωγικά προϊόντα της Πελοποννήσου, με κύριο προορισμό τη Γαλλία. Ωστόσο, η χρήση του περιοριζόταν αποκλειστικά στη  σαπωνοποιία και στην κατεργασία του μαλλιού και του βαμβακιού για την παραγωγή υφασμάτων, χωρίς να χρησιμοποιείται καθόλου για διατροφικούς σκοπούς.                                                                                                                                                        

Κύριοι εξαγωγείς ήταν οι μουσουλμάνοι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι οποίοι έλεγχαν μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής στην Πελοπόννησο.Ιδιαίτερα στο Λυγουριό, λίγο πριν από την Επανάσταση , είχαν στη νομή τους 6.100 ελαιόδεντρα κατανεμημένα σε 21 τοποθεσίες.  Την ίδια περίοδο, στην αγροτική έκταση του χωριού, όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι κατείχαν συνολικά 2.960 ελαιόδεντρα,539 ελιές είχε η μονή Αγίου Μερκουρίου,627 η μονή Ταλαντίου , 220 η μονή Καλαμίου , ενώ η μονή Τσιπιανών Τρίπολης είχε 15 ήμερες ελιές και 500 αγριελιές. Επιπλέον, η μονή Βαρσών κατείχε 16 ελιές και όλη την έκταση στο Ιερό του Ασκληπιού, ενώ η μονή Χρέπας Τρίπολης είχε λίγες ελιές στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, στον Χαραμό.                                                          

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ                                                                                                              

Όταν τον Μάρτιο του 1821 οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Λυγουριό, τα σπίτια τους στο χωριό ερήμωσαν, τα χωράφια, τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα εγκαταλείφθηκαν, ενώ ο μύλος στο Μπουλμέτι σταμάτησε να αλέθει.Σε σχετικό έγγραφο του πρώτου δημάρχου Λυγουριού (του Δήμου Λήσσης), Δημητρίου παππά Θανάση Καλούδη, αναφέρεται ότι οι κάτοικοι πίστευαν πως, μετά τη φυγή των Τούρκων,η τοπική Κοινότητα θα εξουσίαζε αυτά  τα  ακίνητα , η οποία και θα τα μοίραζε στους  κατοίκους.                                                                                                                                            

Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Νέας Επιδαύρου, το Δημόσιο, στο πλαίσιο του δικαιώματος του πολέμου, απέκτησε τη νομή και κυριότητα όλων των οθωμανικών ακινήτων και άρχισε να εισπράττει τα νενομισμένα δικαιώματα ήδη από το 1822, σύμφωνα με εγκύκλιο της Πελοποννησιακής Γερουσίας της 4ης Απριλίου 1822.                                                                              

Η διαδικασία είσπραξης προέβλεπε ότι όλες οι προσόδοι κάθε ελεύθερου χωριού κάθε χρονιάς θα ενοικιάζονταν σε ιδιώτη μέσω δημοπρασίας. Συγκεκριμένα, κάθε Μάρτιο γινόταν η δημοπρασία για τα δημητριακά, ενώ κάθε Σεπτέμβριο ακολουθούσε η δημοπρασία για το ελαιώνα  .Στο Ναύπλιο, ένας κήρυκας διαλαλούσε την ημέρα έναρξης της δημοπρασίας του εθνικού ελαιώνα του Λυγουριού σε όλες τις συνοικίες: στο Κουγιούμπαση, στην αγορά, έξω από το φρούριο και μέχρι την πύλη της θαλάσσης, ενώ παράλληλα τοιχοκολλούσε τη σχετική διακήρυξη.Η δημοπρασία, που διεξαγόταν στο Υπουργείο Οικονομίας Ναυπλίου, ήταν ανοικτή και διαρκούσε τέσσερις συνεχόμενες ημέρες, με χρονομέτρη τη διάρκεια καύσης ενός κεριού κάθε ημέρα.                                                                                                                                           

Κάθε ενδιαφερόμενος ιδιώτης-επενδυτής υπολόγιζε την συνολική παραγωγή του χωριού και προσέφερε μια ενιαία τιμή για τα προβλεπόμενα δικαιώματα παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ο πλειοδότης και οι άνθρωποί του εισέπρατταν από τους καλλιεργητές 10% από τα ιδιόκτητα και 30% από τα εθνικά χωράφια και ελαιόδεντρα     

Για τα χωριά όπου δεν υπήρχε κανένας ενδιαφερόμενος να ενοικιάσει τις προσόδους, σχετική απόφαση των Γερουσιαστών — δεσπότη Βρεσθένης (πρόεδρος), Γρηγορίου Δικαίου, Αναγνώστη Αναστασόπουλου και Αναγνώστη Ζέρβα — από το στρατόπεδο της Άρειας τον Ιούνιο του 1822, όριζε ότι οι πρόκριτοι του χωριού θα αναλάμβαναν οι ίδιοι τον ρόλο των ενοικιαστών και θα απέδιδαν τα δικαιώματα στο Εθνικό Ταμείο..                                                                                                            

Έτσι, τον ίδιο χρόνο, οι κάτοικοι του Λυγουριού Γιάννης Γκάτζιος, Λιάκος του Νικόλα (Λιακόπουλος) και Κωσταντής Καλούδης, σε συνεργασία με τον Χελιώτη Γιάννη Φυσικάρη, ενοικίασαν τα δικαιώματα του εθνικού ελαιώνα του Λυγουριού έναντι 2.800 γροσίων.                               

Ωστόσο, η παραγωγή του εθνικού ελαιώνα δεν ήταν καλή και τα εισπραχθέντα δικαιώματα ήταν λιγότερα από την αρχική προσφορά. Οι συνέταιροι διαφώνησαν, το Εθνικό Ταμείο έμεινε απλήρωτο και η υπόθεση κατέληξε στο Υπουργείο Δικαίου. Το υπουργείο απευθύνθηκε στον δεσπότη Δαμαλών Ιωνά, ζητώντας να προβεί στην ανάγνωση του φοβερού επιτίμιου, προκειμένου να αναδειχθεί η αλήθεια και να επιλυθεί η διαφορά.                                                                                                               

Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε την είσπραξη των προσόδων όλης της επαρχίας Ναυπλίου ο στρατηγός Δ.Πλαπούτας, ο οποίος υποχρέωσε τον Φυσικάρη  να αποδώσει τα 2800 γρόσια και επειδή αυτός αρνήθηκε του πήρε με την βία «τα βόδια,το μουλάρι, το σιτάρι,τριακόσια επτά γρόσια και το μεταξωτό ζωνάρι».                                                                                                              

Το 1824, τρεις δημοπρασίες του εθνικού ελαιώνα του Λυγουριού απέβησαν άκαρπες. Σε μία από αυτές αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά ρολόι ως χρονομέτρης.Ωστόσο, κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν ότι το ρολόι «έδειχνε τον χρόνο να κυλάει πιο γρήγορα». Τελικά, η δημοπρασία συνεχίστηκε με τη χρονόμετρηση της καύσης του κεριού και πλειοδότης αναδείχτηκε ο Αναγνώστης Λιατόπουλος, προσφέροντας 2.525 άσπρα.                                                                                                               

Το 1825, ο καπετάν Κυριακούλης, πολιτάρχης της Τριπολιτσάς, ανέλαβε την είσπραξη των δικαιωμάτων στο Λυγουριό.Ωστόσο, ήρθε σε διένεξη με τους κατοίκους σχετικά με τα εθνικά και τα ιδιόκτητα ελαιόδεντρα. Η υπόθεση οδηγήθηκε ξανά στην ανάγνωση του φοβερού επιτίμιου από τον δεσπότη Δαμαλών Ιωνά, προκειμένου να εξακριβωθεί η αλήθεια .                                                           

Στις εμπόλεμες εκείνες συνθήκες, ο καλλιεργητής – παραγωγός, εξαντλημένος, δύσπιστος και βασανισμένος από τα δεινά του πολέμου, έβλεπε στους ενοικιαστές των προσόδων του χωριού ιδιοτελείς εισπράκτορες και θεωρούσε τους φόρους από τους παραγωγούς ως δικαίωμα των κατακτητών και όχι του ελεύθερου ελληνικού κράτους.                                                       

Από την άλλη, οι ενοικαστές, που αποσκοπούσαν στο μεγαλύτερο κέρδος, θεωρούσαν τους καλλιεργητές ως «άναρχικούς και άρπαγες που δεν δυσκολεύονται να κινηθούν εις φανερήν άπήθειαν».                                                                                                                    

Οι εντάσεις και τα κοινωνικά προβλήματα εντείνονταν λόγω της ιδιοποίησης των εθνικών εκτάσεων,όπου μερικοί κάτοικοι την έβλεπαν ευκαιρία κέρδους, ενώ άλλοι την αντιμετώπιζαν ως «ντροπή του Έθνους». Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η δημογεροντία του χωριού, η οποία γνώριζε τα όρια και τις ιδιοκτησίες και φρόντιζε για τη διαδικασία είσπραξης κάθε χρονιάς.                               

Υπό αυτές τις συνθήκες,ο εθνικός ελαιώνας συχνά έμενε ακαλλιέργητος και παραμελημένος. Όπως ανέφεραν το 1827 οι πρόκριτοι του Λυγουριού Γιάννης Γκάτζιος και Θανάσης Δασκάλου πολλά δένδρα ήταν χωρίς φύλλα και είχαν καταστραφεί από διερχόμενους στρατιώτες.      

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ .                                                                      

Με διαταγή του Κυβερνήτη το 1831 ζητήθηκε η δεκαετής ενοικίαση των εθνικών ελαιώνων κάθε χωριού.Την ίδια περίοδο ο στρατηγός Γ.Καραγιαννόπουλος ενοικίασε για δέκα χρόνια την εθνική γη Λυγουριού και ο Ν.Γιαννακόπουλος που είχε χάνι στην Τρίπολη ,ενοικίασε τους εθνικούς αμπελώνες .                                                                                                                                                       

Τον Μάιο του 1832, πλειοδότης στη δημοπρασία για την ενοικίαση του εθνικού ελαιώνα Λυγουριού, με τιμή 11.200 φοίνικες*, αναδείχτηκε ο Γεώργιος Λεβέντης, ένας από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας.                                                                                                                              

Την εποχή εκείνη, ο Λεβέντης υπηρετούσε ως διοικητής στην Τήνο και μεταβίβασε το 25% των δικαιωμάτων στον Λυγουριάτη Αναστάση Λιάτα.                                                                                            

Η παραγωγή του πρώτου έτους ήταν μόλις «302 οκάδες λάδι, καθώς μεγάλο μέρος πήραν με την βία διερχόμενοι Ρουμελιώτες στρατιώτες και διασώθηκαν μόλις 65 οκάδες λάδι».

 Τον ίδιο χρόνο, ο ελαιώνας του Λυγουριού απασχόλησε την Κυβέρνηση λόγω ασάφειας στη νομοθεσία για τον τρόπο φορολόγησης. Σύμφωνα με τον νόμο όταν ο ελαιώνας ήταν αραιά δένδρα (σποράδην), ο ενοικιαστής όφειλε να αποδώσει 30% της παραγωγής δημητριακών στον ενοικιαστή της γης του χωριού. Όταν ήταν πυκνός (συστάδην), έπρεπε να αποδώσει μόνο το 10% (έγγειο φόρο).

Στις 24 Μαΐου 1832, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομίας Α. Μαυροκορδάτου, η Κυβέρνηση (Γ. Κουντουριώτης [Πρ.], Δ. Ύψηλάντης, Ιω. Κωλέτης, Κ. Μπότζαρης, Κ. Μεταξάς, Δ. Πλαπούτας) αποφάσισε ότι ο Λεβέντης έπρεπε να καταβάλλει 30% των δικαιωμάτων παραγωγής δημητριακών ανάμεσα στα εθνικά ελαιόδεντρα Λυγουριό.

Στην ένσταση του Λεβέντη ορίστηκε επιτροπή ελέγχου του ελαιώνα.Τα μέλη της  περπάτησαν και μέτρησαν στρέμματα και ρίζες σε όλο τον εθνικό ελαιώνα.Κατέγραψε συνολικά 6.110 ελαιόδεντρα εθνικά.                                                                                   

Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι στην συνολική έκταση του εθνικού ελαιώνα στις περιοχές Παλαιό Λυγουριό και Κοκκινόβραχο μόνο τα 287 στρέμματα μπορούσαν να καλλιεργηθούν και τα υπόλοιπα σε «έκταση δασώδη,πετρώδη » υπήρχαν σποραδικές ελιές που η πυκνή άγρια βλάστηση δεν επέτρεπε την καλλιέργεια δημητριακών.Στις περιοχές Μπουλμέτι,Αγιάννα , Κακούτη και γύρω στο χωριό , η καλλιέργεια ήταν εφικτή *.                                                                        

Στον αναλυτικό πίνακα που συνέταξε η επιτροπή καταγράφεται η έκταση της κάθε περιοχής με εθνικές ελιές που μπορούσε να καλλιεργηθεί,η ποιότητα του εδάφους,τα  γύρω όρια,ο αριθμός των δένδρων,ενώ συντάχθηκαν σε κάποιες περιοχές και τοπογραφικά σχέδια.

Με βάση την έκθεση,ο υπουργός Μαυροκορδάτος πρότεινε και  η Κυβέρνηση αποφάσισε στις 6 Ιουνίου 1832 ότι στα 287 στρέμματα εθνικών ελαιοδέντρων,όπου υπήρχε δυνατότητα καλλιέργειας δημητριακών κλπ. ο Λεβέντης θα έδινε λόγω συνθηκών το  10% της παραγωγής. Κατά τρόπο αξιοπρόσεκτο, στην εισήγηση του Μαυροκορδάτου αναφέρεται ότι η συνολική έκταση του εθνικού ελαιώνα Λυγουριού ανερχόταν μόλις σε 287 στρέμματα, αριθμός που συμπίπτει με εκείνον που είχε καθορίσει η αρμόδια επιτροπή ως καλλιεργήσιμη γη για τις περιοχές του Παλαιού Λυγουριού και του Κοκκινόβραχου. Αντιθέτως, οι λοιπές τοποθεσίες —Αγιάννα, Κακούτη, Μπουλμέτι και οι περιμετρικές εκτάσεις του χωριού— δεν περιλαμβάνονται στις καταγραφές ως καλλιεργήσιμες, γεγονός που είχε ως συνέπεια να απαλλάσσονται από φορολογικές υποχρεώσεις.Σε όλα δε τα επόμενα έγγραφα ο εθνικός ελαιώνας του Λυγουριού αναφέρεται με έκταση 287 στρέμματα. 

Η απόφαση ικανοποίησε τον Λεβέντη, ο οποίος συνέχισε να διεκδικεί και να δικαιολογεί τη μη καταβολή των οφειλομένων δόσεων του ενοικίου της κάθε χρονιάς.                                               

 Έτσι σε εγγραφό του και σε μια περίοδο έντονων εμφύλιων αντιπαλοτήτων,κατηγορούσε τον ενοικιαστή των προσόδων της γης  του Λυγουριού ότι: «από Τσώκρην και Κολοκοτρώνην φρουρούμενος έλαβεν εν βία το δικαιωμά μου κατά το 1832 .Ο δε Τσώκρης εμποδίζων τους ανθρώπους μου να συνάξουν τον ελαιώνα,επειδή τον θεωρεί εθνικόν έγινεν αιτία να χαθεί σχεδόν το εισοδημά μου».                                                                                                                                         

Τα επόμενα χρόνια, ο Λεβέντης αδιαφόρησε για την καλλιέργεια και συντήρηση του ελαιώνα.Άφηνε τους ποιμένες να βόσκουν ελεύθερα στην γη του ελαιώνα, έναντι αμοιβής, όπως και την ανεξέλεγκτη εργασία σε καρβουνιάρηδες .Ενοικίαζε δε τη γη σε ακτήμονες του χωριού για καλλιέργειες δημητριακων , από τους οποίους εισέπραττε το 15% της παραγωγής.                                                   

Η συνδυασμένη παραμέληση και η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση είχαν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του εθνικού ελαιώνα.                                                                                               

Το 1838, ο Υπουργός Οικονομίας κήρυξε τον Γ. Λεβέντη έκπτωτο για την εγκατάλειψη του εθνικού ελαιώνα και τη μη καταβολή των υποχρεώσεών του.                                                                 

Έκπτωτοι κηρύχτηκαν επίσης οι ενοικιαστές των εθνικών γαιών και αμπελιών Λυγουριού, αλλά και ‘’ο ιερέας της Φιλικής Εταιρείας’’ Ι. Κακουλίδης, που είχε αναλάβει την εικοσαετή ενοικίαση της μονής Αγίου Μερκουρίου.                                                                                                                 

Οι δυσκολίες της εποχής αποτυπώνονται χαρακτηριστικά σε επιστολή των κατοίκων του Λυγουριού και του Αδαμιού προς τον β. Όθωνα (20 Ιανουαρίου 1840). Η επιστολή αυτή δείχνει τη δεινή οικονομική κατάσταση των αγροτών μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους.Οι κάτοικοι εξαρτώνταν από τις καλλιέργειες, αλλά η έλλειψη σπόρων, κεφαλαίων και κρατικής στήριξης, καθώς και η τοκογλυφία, τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Το μακροσκελές αίτημά τους προς τον Όθωνα εκτός από τις τροφές που ζητούσαν για τις οικογενειές τους που πεινούσαν ,είναι ενδεικτικό της ανάγκης για κρατική μέριμνα και οργάνωση της γεωργικής παραγωγής .

Το 1843, ο Δήμαρχος Επιδαύρου-Λυγουριού, Δημήτριος Καλούδης, ενέκρινε την εγκατάσταση καρβουνιάρηδων από την Κυνουρία στην περιοχή του Παλυγουριού. Ωστόσο, η ανεξέλεγκτη δραστηριότητά τους προκάλεσε σημαντική καταστροφή στη βλάστηση, γεγονός που οδήγησε στην παρέμβαση του δασάρχη Ναυπλίου.                                                            

Στην αναφορά του, ο δασάρχης σημείωνε χαρακτηριστικά ότι για κάθε ήμερη ελιά που απέμενε, υπήρχαν εκατό αγριελιές — ένδειξη της εκτεταμένης υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και πρότεινε τη διαίρεση του ελαιώνα σε κομμάτια για πολυετή ενοικίαση σε δυνατούς καλλιεργητές του Λυγουριού. Η ενοικίαση του εθνικού ελαιώνα είχε αποτύχει,τα δένδρα είχαν υποβαθμιστεί ,ενώ ‘’ ο κόσμος της υπαίθρου ένιωθε ξένος από την ίδια του την πατρίδα’’.                    

Το 1856 σε σχετικό διάταγμα επιτράπηκε η παραχώρηση αγριελιών σε όποιον ήθελε να τις μπολιάσει,με την υποχρέωση να εκχερσώσει το εκεί κτήμα και να καλλιεργεί τις ελιές. Μετά 12 χρόνια, το μισό κτήμα παρέμενε στον καλλιεργητή και το άλλο μισό επέστρεφε στο Δημόσιο, το οποίο μπορούσε να εξαγοράσει με διευκολύνσεις.                                                                                                 

Το 1871, η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου προχώρησε σε διανομή εθνικών γαιών σε ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές, κυρίως σε όσους είχαν πολεμήσει στην Επανάσταση ή απογόνους τους, με τίτλους ιδιοκτησίας και χαμηλό τίμημα.                          

Δεκάδες παραχωρητήρια του Υπουργείου Οικονομίας δόθηκαν τότε στις οικογένειες του Λυγουριού. Τα έγγραφα αυτά αναφέρουν την έκταση, τον αριθμό των ελαιόδεντρων, την αξία και τις δόσεις εξόφλησης. Η διανομή αυτή αποτέλεσε την πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση και έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία του σύγχρονου ελαιώνα, που στήριξε την οικονομική ζωή των οικογενειών του Λυγουριού τα επόμενα χρόνια.                                                                                                                                            

 Ένα ακόμη  νομοσχέδιο για τις αγριελιές το 1880 προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση. Οι κάτοικοι του Λυγουριού μπολιάσανε τις αγριελιές του Παλυγουριού, αλλά η αρμόδια επιτροπή αποφάνθηκε ότι η έκταση ήταν δημόσιο κτήμα. Μετά από αντιδράσεις των κατοίκων , το υπουργείο ανακάλεσε την αρχική απόφαση, αναγνωρίζοντας τελικά τα δικαιώματα τους. Συνέπεσε όμως η προκήρυξη των εκλογών,το κλείσιμο της Βουλής και οι μέρες του Πάσχα.                    

Η απόφαση καθυστέρησε να εκδοθεί και ‘’το ζήτημα του ελαιώνα του παλαιού Λυγουριού’’ έγινε πρωτοσέλιδο άρθρο  στις εφημερίδες Ανεξαρτησία  και Πρόοδος Ναυπλίου ‘με διαμετρικά αντίθετες απόψεις,για το ποιο κόμμα βοήθησε την επίλυση του .                                                            

Σημειώσεις:                                                                                                                                                                                                   Σημείωση 1 :Για τον αριθμό των εθνικών ελιών στο Λυγουριό ,έχουν γραφτεί διαφορετικοί αριθμοί μετα από κατ’εκτίμηση υπολογισμό,όπως 11.770 ρίζες το 1827,3.600 το 1828 και 6.347 από επιτροπή καταμέτρησης το 1832.Άλλη επιτροπή  το 1836 μέτρησε 6.110 ρίζες.                                                                                                        

Σημείωση 2 :Ο φοίνικας ισοδυναμούσε με 2,50 γρόσια και οι 11.200 φοίνικες που ενοικιάσθηκε ο εθνικός ελαιώνας Λυγουριού το 1832 για δέκα χρόνια,ισοδυναμούσαν με 250.000 ευρώ.                         

Σημείωση 3: Η επιτροπή κατέγραψε τις περιοχές του εθνικού ελαιώνα ως εξής: 1/Άγιος Ιωάννης – Μουσουλί – Βολάδες: 120 ελαιόδεντρα σε τμήματα καλλιεργήσιμης έκτασης συνολικού εμβαδού 12 στρεμμάτων. Στα υπόλοιπα μέρη υπήρχε δάσος με διάσπαρτες ελιές.2/Από Αγία Παρασκευή έως Σαραντογέννη: 10–15 ελαιόδεντρα σχημάτιζαν διάσπαρτα ελαιοστάσια. Συνολικά καταγράφηκαν 335 ελαιόδεντρα, σε καλλιεργήσιμη έκταση 40 στρεμμάτων.3/Από Μάντη έως Φραγκολαγκάδα, μέχρι τα σύνορα του Ταξιάρχη: 1.030 ελαιόδεντρα, σε συστάδες των 10–15 δέντρων, με καλλιεργήσιμη έκταση συνολικά 60 στρεμμάτων. Στην υπόλοιπη περιοχή υπήρχαν διάσπαρτες ελιές.4/Από Περδικόπετρα έως Μακαρονέικα και ερείπιο τσιφλίκι : Οι ελιές βρίσκονταν σε συστάδες των 10–15 δέντρων. Συνολικά μετρήθηκαν 2.000 ελαιόδεντρα, σε έκταση κατώτερης ποιότητας, από την οποία μόνο 15 στρέμματα μπορούσαν να καλλιεργηθούν.5/Από το τσιφλίκι δυτικά προς Παλιοχώρι και Γρύπη: 910 ελαιόδεντρα, με 30 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Τα υπόλοιπα τμήματα ήταν δασωμένα και πετρώδη. Υπήρχαν επίσης εκτάσεις που είχαν καεί, καθώς και δέντρα με φθαρμένους κλώνους που χρησιμοποιούνταν για τη διατροφή αιγών. 6/Κοκκινόβραχος:.330 ελαιόδεντρα, σε λόφους με τραχύ έδαφος και βαθύ ρέμα. Από την περιοχή, περίπου 30 στρέμματα μπορούσαν να καλλιεργηθούν.7/Άγιος Νικόλαος στον Χαραμό :325 ελαιόδεντρα σε τραχείς λόφους και λογγώδες έδαφος. Υπήρχαν ενδιάμεσα τμήματα που μπορούσαν να καλλιεργηθούν, αλλά παρέμεναν ακαλλιέργητα από τα χρόνια της Επανάστασης.8/Αγιάννα 95 ελαιόδεντρα , Μπουλμέτι 835 ελαιόδεντρα, Κακούτη,Γερό : 100 και γύρω από το χωριό  : 30 ελαιόδεντρα .Σύνολο: 6.110 ελαιόδεντρα σε 287 στρέμματα.                                                                                                                  

Ενδεικτική Βιβλιογραφία  

*ΓΑΚ ,Α’ Συλλογή Γιάννη Βλαχογιάννη,Αρχείον Αγώνος Φ 2 Εκτελεστικό ,Φ 46 Οικονομίας και Φ 58 Εσωτερικών *ΓΑΚ ,Ιστορικά Αρχεία Γιάννη Βλαχογιάννη Β Κατάλογος Χειρογράφων Φ 146 

 *ΓΑΚ,Αρχείο Γενικής Γραμματείας περιόδου Κυβερνήτη Καποδίστρια [1828-1833] Φ 123 ,198 

 *ΓΑΚ, Αρχείο Μινιστέριου/ Γραμματείας Υπουργείου του Δικαίου,περιόδου Αγώνος [1822-1827],Φ 5 ,6 

 *ΓΑΚ ,Αρχείο Γραμματείας Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως [1833-1848],Υποφάκελλος εκκλησιαστικά φ 535 Μονή Καλαμίου.Πίνακας κινητών και ακινήτων κτημάτων της Ιεράς μονής Καλαμίου Λήσσης και μονής Θεοτόκου [Ταλαντίου] 

 *ΓΑΚ, Αρχείο Μινιστέριου/ Γραμματείας υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας ,περιόδου Αγωνος [1821-1827] Φ11Α *ΓΑΚ, Αρχεία Μοναστηριακών [1833-1886] Φ 226,229,325 ,332 

 *ΓΑΚ, Εθνικά Κτήματα .Οικίες και Οικόπεδα ,Αργολιδοκορινθίας Φ 1624 

 *ΓΑΚ, Εθνικά Κτήματα.Πολυετείς και μονοετείς ενοικιάσεις εθνικών φθαρτών κτημάτων [1827-1865].Νομ.Αργολιδοκορινθίας Φ 2004[900534],2005,2006, 2007,2014, 

 *ΓΑΚ ,Αρχείο Γραμματείας των Εσωτερικών ,περιόδου Αγώνος [1821-1827] Φ 13 ,21,43 *ΓΑΚ ,Αρχείο Ανακτορικών περιόδου Όθωνα Φ 48 

 *ΓΑΚ ,Αρχείο Μινιστερίου/υπουργείου της Οικονομίας ,περιόδου Αγώνος [1821-1827] Φ9,16,19,20 ,28 ,36,44,95 ,101 

*ΓΑΚ, Αρχείο Μινιστερίου/υπουργείου της Οικονομίας ,περιόδου Κυβερνήτη Ι.Καποδίστρια Φ6

 *Τάσος Γκριτσόπουλος .Τα χωριά του Φαλάνθου,Αλωνίστaiνα.,Αθήναι 1974 

 *J.Longnon-P.Topping,Documents sur le regime des terres dans la principaute en Moree Au XIV siècle document IX ,Paris MCMLXIX 1969. 

 *Βασίλης Κρεμμύδας Το εμπόριο της Πελοποννήσου στο 18ον αιώνα [1715-1792],με βάση τα Γαλλικά αρχεία .Αθήναι 1972 

 *Γεώργιος Λουδοβίκος Φον Mάουρερ: «Ο ελληνικός λαός», 1835 

 *Seyyed Mohammad Taghi Shariat –Panahi. Ottoman Corinthia Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας 

 *Εφημερίδες : Ο ΣΩΤΗΡ αρ 6.1834 1η Φεβρουαρίου 1834, Η ΕΠΟΧΗ Πέμπτη 22 Μαρτιου 1834 αρ 17, ΚΛΕΙΩ ΤΕΡΓΕΣΤΗΣ φ.215 30/11 Αυγούστου και 216 6/18 Αυγούστου 1865,ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ υπ.αρ.408 22 Μαρτίου 1885, ΠΡΟΟΔΟΣ ,30 Μαρτίου 1885 αρ.17] και 4 Απριλίου 1885 . 

 *ΝΟΜΟΙ : ΤπΕ (395)/1856 (ΦΕΚ 79/1856] και ΥΛΑ’ (25 Μαρτίου 1871 

 *Τουρκικά Κατάστιχα ΤΤ 80,Περιόδου 1512-1520,ΤΤ 446 Περιόδου 1566-1574 ,ΤΤ 605 Περιόδου 1574-1595 ,ΤΤ 145 Περιόδου 1716